Good Night, And Good Luck – Review

Good Night, And Good Luck - Καληνύχτα, Και Καλή Τύχη
(2/5)


Σκηνοθεσία: George Clooney
Σενάριο: George Clooney, Grant Heslov
Παίζουν: David Strathairn, George Clooney, Patricia Clarkson, Robert Downey Jr.

Δείτε το trailer

Ψυχρός πόλεμος, ανακρίσεις και ανυπόστατες κατηγορίες, κυνήγι μαγισσών, ένα όνομα που έμεινε στην ιστορία για τους λάθος λόγους: Joseph McCarthy. Εκτός από αυτούς που συμμετείχαν στη φρενίτιδα εκείνων των ημερών (αμαυρώνοντας την μετέπειτα φήμη τους), υπήρξαν και πολλοί που αντιστάθηκαν, υπερασπιζόμενοι αξίες όπως η ελευθερία του λόγου, τα ατομικά δικαιώματα και η αυτοδιάθεση. Μεταξύ αυτών ο Edward R. Murrow, ο Χατζηνικολάου του τότε CBS. Και το «Good Night, and Good Luck» (βραβείο σεναρίου και ερμηνείας στο φεστιβάλ Βενετίας και 4 υποψηφιότητες στις Χρυσές Σφαίρες) είναι η ιστορία του.

Δεύτερη σκηνοθετική απόπειρα για τον Cary Grant των 00’s, τον George Clooney, ένας από τους δηλωμένα πολιτικοποιημένους ηθοποιούς τους Hollywood, που συμπρωταγωνιστεί στην ταινία, στο ρόλο του τηλεοπτικού παραγωγού και συνεργάτη του Murrow . Τα παραπάνω και μόνο ίσως να φαίνονται αρκετά, και θα ήταν αν επρόκειτο για μεταμεσονύχτιο ντοκιμαντέρ στη ΝΕΤ, αλλά δεν είναι όταν μιλάμε για φιλμ που διανέμεται κανονικά στις (λίγες η αλήθεια) αίθουσες.

Αντιλαμβάνομαι την επιλογή του ασπρόμαυρου, μιας και οι τηλεοπτικές αναμνήσεις της εποχής δεν έχουν χρώμα. Αλλά οι original ομιλίες του McCarthy (που θυμίζουν λίγο Παπαδόπουλο στο "θα πατάξωμεν την αναρχία") , η... «αναπαράσταση» των εκπομπών του Murrow και οι ενδιάμεσοι διάλογοι των πρωταγωνιστών που καπνίζοντας ακατάπαυστα προσπαθούν αλλά αποτυγχάνουν να αναβιώσουν το κλίμα της Αμερικής του ’50, (το πολιτικό παρασκήνιο, το κλίμα τρομοκρατίας και την αδρεναλίνη πίσω από τις κάμερες), με έκανε να νιώθω σα μαθήτρια σε σχολική εορτή: σε εκείνους τους μακροσκελείς λόγους για τον αγώνα για την ελευθερία, τόσο «ξύλινους» και τυπικούς, που προτιμούσα να παίζω τρίλιζα.

Πετυχημένο το timing που ο Clooney επέλεξε να παραδώσει αυτό το απλό και συνοπτικό (αλλά καθόλου εμπνευσμένο) μάθημα ιστορίας στους συμπατριώτες του και στους δημοσιογράφους του κόσμου, αλλά εκ των υστέρων, είναι εύκολο να εξυμνήσει κανείς τους ήρωες και να εξευτελίσει τους δυνάστες - να είναι πραγματικά ήρωες όμως όταν χρειάζεται, πόσοι έχουν τα κότσια;

Αυτό το ήξερες; Ο πατέρας του George Clooney ήταν newscaster!

A Very Scary Christmas


We're off to meet the wizard/the wonderful wizard of Oz

Pride and Prejudice - Review

Pride and Prejudice – Περηφάνια και Προκατάληψη
Image hosted by Photobucket.com(2.5/5)

Σκηνοθεσία: Joe Wright
Σενάριο: Deborah Moggach (από τη νουβέλα της Jane Austen)
Παίζουν: Keira Knightley, Matthew MacFadyen, Rosamund Pike, Donald Sutherland, Brenda Blethyn

Δείτε το trailer

Ελπίζω να μην παρεξηγηθώ αν πω πως δεν έχω διαβάσει το πασίγνωστο (και υπέρογκο) βιβλίο της Jane Austen, διότι και που να προλάβω με τόσες κινηματογραφικές εκδοχές (πιστές και ελεύθερες) που έχει γνωρίσει; Επίσης, δεν έχω δει την τηλεοπτική μεταφορά, που θεωρείται μέχρι ώρας η πιστότερη και τελειότερη βερσιόν, οπότε μπορεί να πει κανείς ότι προσεγγίζω την ταινία όσο πιο αγνά και παρθένα γίνεται, έχοντας ως μόνα σημεία σύγκρισης τις υπόλοιπες ταινίες εποχής που έχουν περάσει απ’ τα μάτια μου.

Για όσους επίσης δεν έχουν διαβάσει το βιβλίο, να τους θυμίσω ότι πρόκειται για εκείνη την ιστορία στη γεωργιανή Αγγλία, όπου μια μάνα με πέντε κόρες (η δύσμοιρη), έχει κάνει σκοπό της ζωής της να της αποκαταστήσει τη μια μετά την άλλη (ή και δυο-δυο αν μπορέσει), και μέσα σε αυτήν την τρέλα, η δευτερότοκη, η πιο πεισματάρα και ανεξάρτητη, μπλέκει σε μια κλιμακούμενη σχέση αγάπης-μίσους με έναν εύπορο ευγενή, που λίγο πριν την οδηγήσει στην κατάθλιψη και παράνοια, της αποκαλύπτει τη δύναμη του αληθινού έρωτα. Ωραία δεν το μάζεψα;

Σαν ταινία εποχής λοιπόν, το φετινό Pride and Prejudice είναι εντυπωσιακά ρεαλιστικό. Ο ποδόγυρος των κοριτσιών γεμίζει λάσπη όταν βγαίνουν βόλτα στην εξοχή, όταν πηγαίνουν στο χορό τα καλά τους ρούχα δεν είναι και τόσο καλά, στο αγρόκτημα της οικογένειας Bennet τα γουρούνια περνάνε πιο συχνά το κατώφλι απ’ ό,τι οι επισκέπτες, και η φτωχική ζωή δεν αφήνει περιθώρια για λουσμένα και χτενισμένα μαλλιά. Είναι εξαιρετική η δουλειά των συνεργατών του Wright στις λεπτομέρειες της φτωχικής ζωής, που έχει μετατρέψει τη μητέρα Bennet σε προξενήτρα μεταφυσικών ικανοτήτων, και η οποία με τη σειρά της έχει σπρώξει τις κόρες της στην υστερία του κυνηγιού γαμπρού. Η οποία υστερία βέβαια, έτσι όπως απεικονίζεται, επιβεβαιώνει και τη διαχρονικότητα του έργου της Austen.

Βέβαια, δεν είναι όλες οι κόρες έτσι. Υπάρχει η ευάλωτη, ρομαντική κι ευαίσθητη Jane, και η επιθετική, περήφανη και ξεροκέφαλη, αλλά ενδόμυχα ευάλωτη, ρομαντική κι ευαίσθητη Lizy. Η Rosamund Pike, την οποία ενδεχομένως να θυμάστε με ξίφος στο Die Another Day, είναι χάρμα οφθαλμών στο ρόλο της Jane, όμως η πρωταγωνίστρια εδώ είναι η Keira Knightley, που με το πλακουτσωτό της προσωπάκι και το φαρδύ χαμόγελο, τα μακριά φορέματα, την αγγλική προφορά και τη γρήγορη, τσαχπίνικη εκφορά, είναι εδώ σχεδόν ερωτεύσιμη. Προσδίδει με το νευρικό της παίξιμο, τη γλυκούτσικη ομορφιά του στο χαρακτήρα της, όμως αδυνατεί να τον ακολουθήσει στα πιο τσαμπουκαλεμένα του, ενδεχομένως γιατί την ίδια περίοδο ξεκινούσε και τα γυρίσματα του Domino, οπότε ήθελε να κρατήσει την αγριάδα για εκεί. Όσο για τις εσωτερικές συγκρούσεις των δυο πτυχών, όταν η ταινία προσπαθεί να χτυπήσει δραματικές φλέβες, αφήστε το καλύτερα…

Καθρεφτίζει όμως με τον τρόπο της και τον γενικότερο τόνο της ταινίας, που τα πάει υπέροχα στους χορούς και τις δεξιώσεις και στις οικογενειακές στιγμές των Bennet, όμως δεν μπορεί να τρυπήσει την επιφάνεια στα πιο σοβαρά σημεία. Η δραματουργική αδυναμία της ταινίας, επιβαρύνεται και από την ανεπαρκή εμβάθυνση του σεναρίου στο πιο καίριο σημείο του στόρι, που δεν είναι άλλο από τη μεταστροφή των κεντρικών χαρακτήρων, τη συναισθηματική διεργασία που αναγκάζει τον κύριο Darcy να ξεπεράσει την προκατάληψή του και να αποκαλύψει τα πραγματικά του αισθήματα για την νεαρή Lizzy, και την δεσποινίδα Bennet να τσαλακώσει την περηφάνια της και να αποδεχτεί την αμοιβαιότητά τους. Αν θέλετε την άποψή μου, αντί Περηφάνιας και Προκατάληψης, προτιμήστε Λογική κι Ευαισθησία.

Zathura - Review

Zathura
2.5/5 (2.5/5)

Σκηνοθεσία: Jon Favreau
Σενάριο: David Koepp, John Kamps (από το βιβλίο του Chris Van Allsburg)
Παίζουν: Jonah Bobo, John Hutcherson, Dax Shepard, Kristen Stewart

Δείτε το trailer

Όταν είχε βγει το Jumanji, ήμουν γύρω στα 12, οπότε μια ταινία που μεταμορφώνει ένα απλό (και σε άλλες περιστάσεις, βαρετό) επιτραπέζιο παιχνίδι, σε αληθινή περιπέτεια, όπου πραγματικά ζώα κατασκηνώνουν στο σαλόνι σου, το οποίο έχει μετατραπεί σε τροπική ζούγκλα με εξωτικά –και ανθρωποφάγα—φυτά, ήταν μοιραίο να με ενθουσιάσει. Και εδώ που τα λέμε, είχε και μια πρωτοτυπία στο concept, είχε και φοβερά εφέ για την εποχή της, είχε και τον Robin Williams, είχε και την Kirsten Dunst, ήτανε καλή ταινία για δέκα χρόνια πριν.

Φέτος, στο γενικότερο κλίμα αναμασήματος, βγαίνει και η Zathura, που είναι ένα από τα ίδια, αλλά δεν είναι remake. Βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του Van Allsburg, ο οποίος εκτός από το Polar Express, είχε γράψει και το Jumanji. Εδώ, το επιτραπέζιο έχει θέμα το διάστημα αντί για τη ζούγκλα, και δυο αδερφάκια μόνα στο σπίτι, που ανάμεσα σε τσακωμούς και βρισίδια, βρίσκονται --μαζί με το σπίτι-- σε μια διαγαλαξιακή περιπέτεια, που θα τους βοηθήσει να καταλάβουν την αξία της οικογένειας.

Λόγω διαστήματος, η δράση περιορίζεται σε ένα και μοναδικό set piece, με την κάμερα να ζορίζεται να βρει διαφορετικές γωνίες λήψης μέσα στο σπίτι που λειτουργεί ως διαστημόπλοιο. Τα εφέ διατηρούν τον ρομαντισμό και την ευαισθησία που μας επέδειξε ο Favreau στο Elf, και οι διάλογοι είναι ασυνήθιστα ρεαλιστικοί, όπως και οι χαρακτήρες, όμως οι επαναλαμβανόμενες σκηνές δράσης και η στατικότητα δε βοηθούν τη Zathura να απογειωθεί. Βέβαια, εγώ μεγάλωσα και παραξένεψα, οπότε μη με ακούτε. Τα σημερινά 12χρονα, σίγουρα θα βρουν τρόπο να το διασκεδάσουν.

Lemming - Review

Lemming
2/5(2/5)

Σκηνοθεσία: Dominik Moll
Σενάριο: Dominik Moll, Gilles Marchand
Παίζουν: Laurent Lucas, Andre Dussollier, Charlotte Gainsbourg, Charlotte Rampling

Δείτε το trailer

Η εμμονή των Γάλλων στα κοινωνικά δράματα με οικογένειες σε κρίση λόγω ερωτικών τριγώνων, αποκτά νέα διάσταση χάρη στο Lemming, Ο Dominik Moll παίρνει τη νόρμα και την παντρεύει με το μεταφυσικό θρίλερ και μια ιδέα από καυστική σάτιρα του μεσοαστικού ονείρου, δημιουργώντας μια πιο οικεία εκδοχή του Tale of Two Sisters με άρωμα από Le Couperet.

Η οικογένεια Getty έχει μόλις μετακομίσει στο νέο της ντιζαϊνάτο σπίτι στα προάστια, χάρη στην προαγωγή του συζύγου, Alain. Η τέλεια ζωή του ερωτευμένου ζευγαριού όμως, ετοιμάζεται να έρθει τούμπα. Όλα ξεκινούν όταν η Benedicte βρίσκει στο σωλήνα του νεροχύτη ένα ημιθανές lemming, ένα μικρό τρωκτικό που θα έπρεπε να βρίσκεται με την οικογένειά του στη Σκανδιναβία, σχεδιάζοντας την ομαδική τους αυτοκτονία –γιατί έτσι είναι η ζωή των lemmings. Το περίεργο περιστατικό συμβαίνει τη βραδιά που οι Getty θα δεξιωθούν τους Pollock, το αφεντικό και τη σύζυγο του Alain, και είναι προφανώς κακός οιωνός, αφού από εκείνο το βράδυ κι έπειτα, η ζωή τους μετατρέπεται σε εφιάλτη με μεταφυσικές προεκτάσεις.

Η κυρία Pollock κάνει σκηνή στον άντρα της καταστρέφοντας το δείπνο, την άλλη μέρα την πέφτει στον Alain, και αργότερα επιστρέφει στον οίκο των Getty για να αυτοκτονήσει στον ξενώνα του. O Alain χτυπά σε αυτοκινητιστικό, η γυναίκα του τον εγκαταλείπει για τον κύριο Pollock, και η κυρία Pollock –ή μάλλον το πνεύμα της—του κρατάει συντροφιά στο σαλόνι τα μοναχικά βράδια, λέγοντάς του πως ο μόνος τρόπος να ενωθεί ξανά με την Benedicte, είναι να κάνει κάτι ώστε κι αυτή να ενωθεί με τον δικό της σύζυγο.

Ο σκηνοθέτης/συνσεναριογράφος Dominik Moll, δημιουργός του Χάρυ, ο Καλύτερος Φίλος του Ανθρώπου, θεωρείται στη χώρα του το γαλλικό αντίστοιχο του Hitchcock. Και κρίνοντας απ’ το Lemming, με την ηλεκτρισμένη του ατμοσφαιρικότητα, τους αργούς ρυθμούς, την εξαντλητική ανάλυση των χαρακτήρων και το εκπληκτικό ensemble acting που αποσπά από τους τέσσερις πρωταγωνιστές του, καταλαβαίνει κανείς το γιατί.

Το γενικότερο κλίμα σύγχυσης πραγματικότητας και εφιάλτη που δημιουργεί ο Moll, τον βοηθά να εισάγει το κοινό σε έναν κόσμο όπου η λογική (θεατή/πρωταγωνιστή) δεν μπορεί να επιβιώσει, οι χαρακτήρες μετατρέπονται σε βελζεβουλικές οντότητες, τα φαντάσματα κάνουν κατάληψη στο σαλόνι σου και στα σώματα των αγαπημένων σου. Τα ζητήματα συζυγικής απιστίας μετατρέπονται σε φαινόμενα δαιμονισμού και όταν έρχεται η ώρα να βγεις απ’ αυτό το μπέρδεμα, ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να σε βοηθήσει να βρεις την άκρη, ο σεναριογράφος, εμφανίζεται σε χειρότερη σύγχυση κι από ‘σένα.

Και εκεί εμφανίζεται και η διαφορά του Hitchcock απ’ τον Moll. Ενώ ο πρώτος φρόντιζε πάντα για ένα εκρηκτικό φινάλε, το φινάλε του Γάλλου σκάει στα μούτρα του, και –το χειρότερο- είναι και τζούφιο.

Real, la pelicula – Review

Real, la pelicula – Ρεάλ, η Ταινία
1/5(1/5)

Σκηνοθεσία: Borja Manso
Σενάριο: Borja Manso, Andres M. Koppel
Παίζουν: Javier Albala, Jessica Bohl, Maguette Coly
Εμφανίζονται: David Beckham, Raul Bravo, Roberto Carlos, Zinedine Zidane, κ. ά.

Δείτε το trailer

Εκτός από μερικά κύπελλα και πρωταθλήματα παραπάνω, τώρα η Real έχει ένα ακόμη μετάλλιο να περηφανεύεται έναντι της Barcelona: την ολόδική της ταινία!

Σε μια κακή χρονιά για τη βασίλισσα με τα άσπρα, οι ποδοσφαιρόφιλοι θεατές είναι πιθανό να δουν στην ταινία μια προσπάθεια προπαγάνδας, αλλά εντάξει, καλή η συνομωσιολογία, μην τρελαθούμε όμως κιόλας. Οι πιο ψύχραιμοι φαντάζομαι θα την αντιμετωπίσουν σαν περίπτωση αρπαχτής, όμως και πάλι, πόσα εισιτήρια μπορεί πια να κόψει αυτή η ταινία;

Κατ’ αρχάς, οι οπαδοί της Barcelona και της Atletico προφανώς θα τη μποϋκοτάρουν. Μετά, υπάρχει και το Goal!, πάλι ποδοσφαιροταινία, που απευθύνεται σε σαφώς ευρύτερο ποδοσφαιρόφιλο κοινό, αλλά με τα εισιτήρια που έκοψε, ούτε φισούνα δε γεμίζει, πόσο μάλλον γήπεδο!

Όπως και να ’χει πάντως, η ταινία της Real, που δομείται εν είδει σπονδυλωτού ιστοριών ανθρώπων με πάθος για την ομάδα απ’ τη Μαδρίτη, ακόμη κι αν καταφέρει να μαζέψει στην αίθουσα τους ποδοσφαιρόφιλους, θα δυσκολευτεί να τους ικανοποιήσει, αφού αφ’ ενός προσφέρει μηδαμινό ποδοσφαιρικό θέαμα, αφ’ ετέρου πάσχει κινηματογραφικά. Η δυσκολία του σκηνοθέτη να πιάσει ικανοποιητικό ρυθμό και να τον κρατήσει -–πρόβλημα εγγενές στις ταινίες-lego—περνά απαρατήρητη λόγω των αδιάφορων ιστοριών, των σχηματικών και των αναξιοποίητων χαρακτήρων, των δευτεροκλασάτων ερμηνειών και της διαδικαστικής σκηνοθεσίας, που εν τέλει δεν καταφέρνει να εμφυσήσει το πιο αναγκαίο των χαρακτηριστικών στην ταινία: το πάθος.

Τώρα, γιατί οι διανομείς πιστεύουν πως μπορεί να προτιμήσει κανείς να πάει να κλειστεί στο σινεμά, αντί να πάει να βριστεί στο γήπεδο… it’s beyond me.

King Kong (2005) - Review

King Kong
4/5 (4/5)

Σκηνοθεσία: Peter Jackson
Σενάριο: Peter Jackson, Fran Walsh, Philippa Boyens
Παίζουν: Naomi Watts, Jack Black, Adrien Brody, Andy Serkis


Το ότι ο Kong θα αναβίωνε το προαιώνιο ζήτημα περί μεγέθους το ξέραμε, αλλά που να φανταστούμε ότι ο Jackson θα την είχε τελικά τόσο μεγάλη; Περί της διάρκειας της ταινίας ο λόγος, η οποία είναι και ο πιο επικίνδυνος εχθρός του ψηλού, μελαχρινού και αντισυμβατικά γοητευτικού πρωταγωνιστή αυτού του τρίωρου έπους σε τρεις πράξεις.

Υποθέτω ότι δε νοείται να υπάρχει κάποιος που δεν ξέρει τι γίνεται στο Skull Island, αλλά έτσι για να γεμίσει μια παράγραφος, θα το αναφέρω στα γρήγορα. Σ’ αυτό λοιπόν το χαμένο σε μια αιώνια ομίχλη νησί, καταφθάνει ένα κινηματογραφικό συνεργείο, που χάρη στον κομματάκι μεγαλομανή, κομματάκι παρεξηγημένο οραματιστή σκηνοθέτη του, καταλήγει αντιμέτωπο αρχικά με μια ομάδα τρελαμένων ιθαγενών, και στη συνέχεια με έναν τεράστιο προϊστορικό γορίλα που αναπτύσσει τρυφερά αισθήματα για την πρωταγωνίστριά τους. Οπότε, όταν ο σεναριογράφος παίρνει τον γορίλα στο κατόπι για να σώσει την πρωταγωνίστρια –με την οποία είναι τσιμπημένος-, ο σκηνοθέτης εκμεταλλεύεται την ευκαιρία για να φυλακίσει τον Kong, και να τον μεταφέρει στο Broadway. Αλλά, ούτε οι πιο γερές αλυσίδες χαλκοχάλυβα (ή κάτι τέτοιο…) δεν είναι αρκετά δυνατές για να κρατήσουν φυλακισμένο το Όγδοο Θαύμα του Κόσμου.

Τρεις πράξεις, με την πρώτη, που θα προκαλέσει νευρικότητα ακόμη και στους πιο υπομονετικούς θεατές, να είναι ένα πανέμορφο δράμα εποχής που εισάγει τους χαρακτήρες της ταινίας και ζωντανεύει με εντυπωσιακή ακρίβεια στα κοστούμια και τα σκηνικά, την περίοδο της μεγάλης αμερικανικής οικονομικής κρίσης. Κουράζει όμως, όχι γιατί «δεν είναι η ταινία που ήρθαμε να δούμε», αλλά γιατί διαρκεί απελπιστικά πολύ –είναι σχεδόν η μισή ταινία.

Βέβαια, δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας. Υπάρχει άλλη μιάμιση ώρα, στην οποία ο Jackson κατορθώνει να βάλει την… επομανία του σε καλή χρήση και να δημιουργήσει κινηματογραφική μαγεία: μια ρομαντική περιπέτεια που παντρεύει το αίσθημα με τη δράση και την ψηφιακή με την χειροπιαστή πραγματικότητα, με τέτοια πρωτοφανή μαεστρία που νιώθεις λες και ταξιδεύεις πίσω στο χρόνο και ξαναζείς την πρώτη φορά που είδες σινεμά.

Η αγάπη του Jackson για το υλικό του φαίνεται λίγο περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε αφού δεν είναι λίγες οι σκηνές που είναι υπερβολικά μακρόσυρτες και έχουν τον αντίκτυπό τους στο ρυθμό, όμως πέρα από την άρνηση του σκηνοθέτη να καταλάβει τί πάει να πεί "αρκετά", ο Νεοζηλανδός στο δεύτερο μιαμισάωρο δημιουργεί έναν δικό του κόσμο. Ένα νησί ξεχασμένο απ’ το χρόνο και τις θεωρίες του Δαρβίνου, γεμάτο πλάσματα άλλων εποχών να κρατούν παρέα στους ανθρώπους. Δεινόσαυρους με μια ιμπρεσιονιστική πινελιά να τους ξεχωρίζει απ’ αυτούς του Spielberg, εμβληματικές σκηνές δράσεις και αηδιαστικές συμπλοκές με έντομα, που φέρνουν τον Jackson ξανά κοντά στους fans του Braindead και αποκαλύπτουν πόσο καταπιεσμένος πρέπει να ένιωθε όταν γυρνούσε την τριλογία του Άρχοντα.

Και ανάμεσα σε όλα αυτά, βασιλιάς και κυβερνήτης, ένας μοναχικός χορτοφάγος καουμπόη, που επιβεβαιώνει τη θέση του στην κινηματογραφική Ιστορία. Μαζί με τις εξαιρετικές ερμηνείες των ανθρώπων συμπρωταγωνιστών του (ιδίως της Watts που, με τον τρόπο που λιώνει από έρωτα κοιτάζοντας το κενό, θα σε κάνει να το σκεφτείς διπλά την επόμενη φορά που θα αποκαλύψεις αισθήματα σε γυναίκα, αλλά και του Andy Serkis που πίσω από το ψηφιακό τρίχωμα του Kong κάνει πάλι τα απίστευτα), αλλά και την επική δουλειά της WETA στα σχεδόν αψεγάδιαστα ψηφιακά εφέ (η οποία έτσι όπως πάει, σύντομα δε θα χρειάζεται καν σκηνοθέτη για να φτιάχνει ταινίες), κάνουν το δεύτερο μισό του καινούριου King Kong μια εμπειρία άξια να γεμίσει και την μεγαλύτερη των οθονών, και βάζουν το Υπέρ στο Υπερθέαμα. Όσο για το πρώτο... το King Kong παίζει να είναι η πρώτη ταινία στα χρονικά, που στη Director's Cut έκδοση, θα έχει κοπεί υλικό αντί να προστεθεί.
Copyright © 2012 Movies for the Masses, Challenging common sense since 2004. Your ticket is
Contact us at moviesforthemasses@gmail.com. Subscribe by RSS or E-mail.