Junebug - Review


Junebug - Μια ξένη ανάμεσά μας
4/5 (4/5)

Σκηνοθεσία: Phil Morrison
Σενάριο: Angus MacLachlan
Παίζουν: Amy Adams, Embeth Davitz, Alessandro Nivola

Δείτε/Κρύφτε το trailer v



(όπως προβλήθηκε στις 11ες Νύχτες Πρεμιέρας)
Ο αμερικάνικος ανεξάρτητος κινηματογράφος, έχει μια βασική ομοιότητα με τον εμπορικό: για κάθε 10 φόλες υπάρχει και μια ταινία που είναι στ’ αλήθεια υπέροχη. Απόδειξη αυτού και ένδειξη ότι αυτού του είδους το σινεμά δεν έχει πεθάνει ακόμη, το Junebug.

Μέσα σε 10 μόλις λεπτά, έχουμε δει νεαρό ζευγάρι να γνωρίζεται, να ερωτεύεται, να παντρεύεται, και να ξεκινάει για ένα επαγγελματικό ταξίδι στην αμερικανική ύπαιθρο, συμπτωματικά κοντά στο χωριό που μεγάλωσε ο άντρας. Η επίσκεψη είναι επιβεβλημένη, ιδίως αφού οι γονείς δεν έχουν γνωρίσει ποτέ τη νύφη, η οποία γνωρίζει έναν γενναίο, νέο κόσμο και μια ολότελα αθέατη πλευρά του άντρα της.

Γλυκές ιστορίες με φρέσκια ματιά και ασυνήθιστους κι ενδιαφέροντες χαρακτήρες, μπορείς να βρεις κι αλλού –αν ψάξεις αρκετά. Αυτό που πραγματικά κάνει το Junebug να ξεχωρίζει, είναι η σκηνοθεσία και το μοντάζ του, που θα ήταν ο ορισμός της πρακτικής αφαιρετικότητας, αν υπήρχε τέτοιος όρος.

Ο έμπειρος βιντεοκλιπάς Phil Morrison –του οποίου η μικρού μήκους πτυχιακή Tater Tomater έχει εξασφαλίσει μια θέση στο MoMA της Νέας Υόρκης— στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, σκέφτεται σαν θεατής και κόβει από την ταινία όλες τις σκηνές που θα έβαζαν στην πρίζα το λαμπάκι “been there, seen that”. Δεν σπαταλάει χρόνο να μας πει «τώρα θα αναλύσουμε τη γυναίκα, τώρα τον άντρα και τώρα θα σας πω ότι αποφάσισαν να πάνε στους γονείς του, οι οποίοι είναι έτσι κι έτσι», αλλά αντίθετα προσφέρει μια ολοκαίνουρια αφηγηματική άποψη ικανή να σε ενθουσιάσει και μόνο με τη σύλληψή της –πόσο μάλλον με την εκπληκτική της εκτέλεση. Τίποτε απ’ αυτά δε μένει μετέωρο, κι όλα εξηγούνται με αναζωογονητική αίσθηση μινιμαλισμού και εντυπωσιακή σκηνοθετική ακρίβεια, που αφήνει χώρο στο σενάριο και τους χαρακτήρες να ανασάνουν και να γεμίσουν την αίθουσα με ρεαλιστικά συναισθήματα και cliché-free καταστάσεις.

Ειδικής μνείας αξίζει η Αmy Adams, που με την φευγάτη ερμηνεία της κατάφερε να εξασφαλίσει στην ταινία μια θέση στα φετινά Όσκαρ, αλλά και στις ελληνικές αίθουσες, που έτσι όπως τα πήγαινε η εταιρεία διανομής, μάλλον δε θα ευτυχούσαν να δουν αυτήν την ταινία.

Cult.Film.Festival.06

Day Two: Το Κιτς Μες Στην Ψυχή Τους

Οι προβλέψεις επιβεβαιώθηκαν, και το ίδιο και η αίγλη μιας μεγάλης προσωπικότητας της ελληνικής cult υποκουλτούρας, στη χτεσινή βραδιά του Cult Film Festival του Gagarin. Μπορεί να άργησε, αλλά ο Νίκος Τριανταφυλλίδης, καλλιτεχνικός διευθυντής της διοργάνωσης, βρήκε την ευκαιρία να ξεσπαθώσει κατά όλων των «δήθεν» που επιβάλλουν τι είναι τέχνη και τι όχι, και περιθωριοποιούν την κουλτούρα που άξια υπερασπίζεται, θυμίζει και προωθεί η συγκεκριμένη διοργάνωση τα τελευταία τέσσερα χρόνια.

Αλλά πριν φτάσουμε στο μποτιλιάρισμα της Λιοσίων, να πούμε ότι νωρίτερα χτες είδαμε και την δεύτερη ταινία πρόσφατης παραγωγής που είχε στο πρόγραμμά του 4ο Φεστιβάλ Ελληνικού Cult Κινηματογράφου. Στις 16.00 το απόγευμα, ο νεαρός Στέφανος Πρόκος, είδε την αίθουσα του Gagarin να γεμίζει σχεδόν κατά το ήμισυ, από τολμηρούς νέους, πρόθυμους να επενδύσουν 5 ευρώ σε μια ταινία που τους πρότεινε η διοργάνωση. Είμαι βέβαιος ότι όσοι ακούμπησαν το γαλανό χαρτονόμισμά τους στην είσοδο, δυόμισι ώρες αργότερα δεν ένιωσαν ότι πήγε χαμένο. Όχι ολόκληρο τουλάχιστον.

Το Κλισέ, μια επαγγελματική δουλειά από ερασιτέχνες κινηματογραφιστές, είναι μια απολαυστική σάτιρα των… κλισέ του κινηματογράφου, που όμως διαπνέεται πλήρως από το πάθος των δημιουργών της για τη σκοτεινή αίθουσα και τη λατρεία τους για τις εικόνες που αντανακλούνται στην οθόνη της. Αυτό είναι που τη διαφοροποιεί από την αγανάκτηση και την εφηβική οργή που φαίνεται να κινητοποίησε τους δημιουργούς της χτεσινής Τυφλής Φυγής, και αυτό είναι που την κάνει απείρως απολαυστικότερη σε movie freaks, απ’ ό,τι σε έναν τυχαίο περαστικό. Αν μη τι άλλο, γιατί οι movie freaks θα έχουν το κουράγιο και την υπομονή να διανύσουν τις δυόμισι ώρες ταξιδιού που τους προτείνει ο Πρόκος.

Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι η ταινία δεν έχει εκπλήξεις και για τους ανυποψίαστους. Γιατί εύκολα βλέπει κανείς ότι το Κλισέ υποστηρίζεται από το δικό του, ελεύθερο κωμικό υπόβαθρο, που αν και μερικές φορές φλερτάρει με την βλαχομπαρόκ αναρχία των σκετς των ΑΜΑΝ, στη μεγαλύτερη διάρκειά του είναι απροσδόκητα και απολαυστικά αυτάρκες και απολαυστικό. Στους νεαρούς πρωταγωνιστές του, υπάρχουν μερικά ενδιαφέροντα ταλέντα, των οποίων τα ονόματα φυσικά δεν θυμάμαι αυτή τη στιγμή –και τα cocktail αργότερα εκείνη τη νύχτα μάλλον είχαν στόχο ακριβώς εκείνα τα εγκεφαλικά κύτταρα που τους είχαν καταγράψει--, αλλά υποθέτω ότι μπορούν να μου στείλουν μερικά οργισμένα mail για να τα επαναλάβουμε. Απ’ το συνολικό cast, εύκολα ξεχωρίζει ο μαυροφορεμένος ληστής με τις Jedi ικανότητες και το προσωνύμιο Κούκος (όπως το πουλί που κλέβει τα ξένα αυγά), η κοπελιά που παίζει την ημίτρελη επιστήμονα Βερόνικα, ο ίδιος ο Πρόκος, που θυμίζει κάτι απο Σπύρο Παπαδόπουλο στον κεντρικό πρωταγωνιστικό ρόλο, και φυσικά, ο κομπάρσος-πασπαρτού, Μπάμπης, τον οποίο υποδύεται ο Στάμος Δημητρόπουλος, σε ένα ανεναπανάληπτο ρεσιτάλ μούτας και διακριτικού screwball.

Το βασικό πρόβλημα του Κλισέ, το οποίο θα αναφέρω για τρίτη φορά, είναι η εξουθενωτική του διάρκεια. Στις δυόμισι ώρες του, ο Πρόκος ξεδιπλώνει ένα μεγάλο δίχτυ από αλληλοσυνδεόμενες ιστορίες, που περιλαμβάνουν έναν «μπάτσο με πρόβλημα συμπεριφοράς,» έναν κλέφτη με μυθικές ικανότητες, και έναν παρανοϊκό τρομοκράτη με σχέδια παγκόσμιας καταστροφής. Και διάφορες υποπλοκές τριγύρω. Η ταινία είναι εμφανώς βασισμένη σε στερεοτυπικές δομές πλοκής και χαρακτήρων της αμερικανικής φιλμογραφίας, αλλά και της ελληνικής (ασπρόμαυρης) παράδοσης του μελοδράματος, στερεότυπα τα οποία οι δημιουργοί σαρκάζουν ανελέητα, αλλά με γούστο. Όμως τόσο οι ερμηνείες, όσο και τα μεμονωμένα set pieces είναι άνισα, και σε ορισμένες περιπτώσεις επαναλαμβανόμενα, προκαλώντας ιλιγγιώδη σκαμπανεβάσματα στο ρυθμό. Υπάρχουν κομμάτια στο Κλισέ που κραυγάζουν την βαθύτερη επιθυμία τους να βρεθούν στο γνωστό «πάτωμα του δωματίου μοντάζ» (κλισέ), όμως ο Πρόκος κι ο Δημητρόπουλος, που έβαλε το χεράκι του στη μονταζιέρα, δεν άκουσαν αυτές τις φωνές -–προφανώς γιατί είχαν κουφαθεί απ’ τις κραυγές που ήδη είχαν μαχαιρώσει—και εκεί έχασαν ένα μεγάλο κομμάτι του παιχνιδιού.

Εν γένει πάντως, μετά την προβολή δεν νομίζω να ζήτησε κανείς τα λεφτά του πίσω, όπως επίσης δεν νομίζω να ήταν πολλοί αυτοί που δεν έμειναν στις θέσεις τους για να παρακολουθήσουν την επόμενη ταινία, το Κορίτσι του Μπαρ, μια to the core Σαλονικιώτικη παραγωγή με πρωταγωνιστή τον Γιάννη Φλωρινιώτη, τις ‘80s φορεσιές του και τα εκφραστικά τραγούδια του. Εγώ δεν ήμουν ένας απ’ αυτούς.

Ξαναπήγα πάντως, όταν ο άνθρωπος με το πρόσωπο από στόκο, ο τραγουδιστής με το σφυριχτό σίγμα, ο καλλιτέχνης που φορά τα άστρα στα σακάκια του, όταν ο Γιάννης Φλωρινιώτης παρουσίασε το πολυαναμενόμενο live show του. Δεν ξέρω πόσο live ήταν βέβαια, μιας και κάθε φορά που η μεγάλη προσωπικότητα απ’ τον Πόντο ευχαριστούσε το κοινό που τον αποθέωνε, για κάποιο λόγο το μικρόφωνο σιωπούσε, ωστόσο ακόμη κι αν η φωνή ήταν ηχογραφημένη, η ζωντάνια που ξεχείλιζε απ’ τα λικνίσματα του showman με τα χίλια κοστούμια (και τα εκατομμύρια στρας), ήταν αρκετή για να γεμίσει το Gagarin.

Το κοινό τον υποδέχτηκε με αλαλαγμούς εκστασιασμού, έστω κι αν χρειάστηκε να στηθεί για αρκετή ώρα στην ουρά της εισόδου, ακόμη κι αν δεν πρόλαβε να βρει να καθίσει, κι ακόμη κι αν χρειάστηκε να κάνει ένα μισάωρο υπομονή για να μπει όλος ο κόσμος μέσα, και να ξεκολλήσει το DVD player που θα έδειχνε τα αποσπάσματα-εισαγωγή σ’ αυτήν την lifetime achievement βράβευση. Άνθρωποι κρέμονταν σαν σταφύλια απ’ τον εξώστη του Gagarin όταν εμφανίστηκε ο Νικολάκης Φλωρινιώτης και το Γωγουλίνι σαν αντικαταστάτης της Αννούλας Φλωρινιώτη, και ο χώρος σείστηκε όταν ο padre famiglia της οικογένειας Φλωρινιώτη έκανε την είσοδο του στη σκηνή.

Τα λόγια (μου) δεν φτάνουν για να περιγράψουν το μεγαλείο των στιγμών που ζήσαμε χτες βράδυ, οι οποίες συμπληρώθηκαν από την απροσδόκητη εμφάνιση-έκπληξη ενός μαυροφορεμένου Θεσσαλονικιού «ράπερ», ο οποίος συνεργάστηκε με τον Γιάννη Φλωρινιώτη, και παρήγαγε το r’n’b-hip hop-whatever remix της αξέχαστης επιτυχίας «Πειράζει (που είμαι μεγάλη βεντέτα, πειράζει);» Ο γοριλλοειδής οργισμένος ράπερ, που λειτουργούσε ως άμεση αναφορά στην τελευταία ταινία του Peter Jackson, έβαλε το δικό του λιθαράκι στην βραδιά-υπερπαραγωγή, με απίστευτη σκηνική παρουσία, που κόντραρε στα ίσια τον Φλωρινιώτη όταν μοιράστηκαν την πίστα. Δεν θα αποτολμήσω να πω ότι υπήρξαν και στιγμές που έκλεψε την παράσταση με τις γκριμάτσες μίσους και τα νευρώδη χοροπηδητά του, θα σας δώσω όμως την ευκαιρία να αποφασίσετε μόνοι σας, βλέποντας το σχετικό βιντεάκι, το οποίο τράβηξα με την ψηφιακή φωτογραφική μου μηχανή. Προφανώς, περιμένω τα παιδιά απ’ την Τυφλή Φυγή να επικοινωνήσουν μαζί μου για να προσθέσουμε ψηφιακά εφέ.



Σήμερα Κυριακή, είπα να απέχω απ’ το άθλημα, αν και ξέρω ότι είναι κρίμα που δεν ξανάδα το Σεξ 13 Μποφόρ με τον παμμέγιστο Κώστα Γκουσγκούνη, ενώ κάτι μου λέει ότι και η one on one αναμέτρησή του με τον Απόστολο Σουγκλάκο –τον οποίο πρέπει από του χρόνου να ανακηρύξουν και επίσημο παρουσιαστή—θα είναι εξίσου απολαυστική με τα άλλα δυο live της φετινής διοργάνωσης. Αν τύχει να πάει κανείς, ας πει εντυπώσεις. Εγώ, του χρόνου πάλι.

*Παρακαλούνται οι υπέυθυνοι του Κλισέ, να μας στείλουν καμιά
φωτογραφία να στολίσουμε το σεντόνι. Ευχαριστώ.

**
Για το βιντεάκι, αν δεν παίζει embedded, μπορείτε να το βρείτε εδώ

Capote (2005)

(5/5)

Σκηνοθεσία: Bennett Miller
Σενάριο: Dan Futterman, Gerald Clarke (βιβλίο)
Παίζουν: Philip Seymour Hoffman, Catherine Keener, Clifton Collins Jr.

Δείτε/Κρύφτε το trailer v


Σε δυο επίπεδα, παρακολουθούμε, από το 1959 ως το 1965, τόσο την ιστορία συγγραφής του ιστορικού πλέον In Cold Blood από τον Truman Capote, αλλά και πως άλλαξε καταλυτικά τη προσωπική του ζωή (εκτός από τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία). "Όλα ξεκίνησαν όταν ο συγγραφέας διάβασε ένα άρθρο στους New York Times για την ανεξήγητη δολοφονία μιας τετραμελούς οικογένειας στο επαρχιακό Kansas"...

Η ταινία είναι ουσιαστικά υπεράνω κριτικής. Όσοι προσπάθησαν να της βρουν ψεγάδια, κατάφεραν μόνο να εκτεθούν. Γράφτηκε π.χ. ότι δε τονίστηκε η σεξουαλική έλξη του Capote για τον Perry Smith αλλά αυτή ποτέ δεν αποδείχτηκε ότι υφίστατο - αντίθετα τεκμηριώνεται ξεκάθαρα ότι ο πετυχημένος συγγραφέας έβλεπε στο πρόσωπο του καταδικασμένου εγκληματία κάποιον "που μεγάλωσαν μαζί στο ίδιο σπίτι αλλά ο ένας βγήκε από την είσοδο και ο άλλος από τη πίσω πόρτα". Όσοι θεώρησαν ότι δε παρουσιάζεται αυτό που χαρακτήριζε τον Capote περισσότερο απ' όλα, η γραφή του, αποστομώνονται από τη παρουσίαση της.. παρουσίασης αποσπασμάτων του In Cold Blood από τον ίδιο, αλλά και από τις αρκετές φορές που ο Capote παρουσιάζεται να αφηγείται ιστορίες (ή.. ιστορίες) - πρώτα τον ακούμε και μετά τον βλέπουμε, στη πραγματικότητα.

Αψεγάδιαστη είναι επίσης η ερμηνεία του Philip Seymour Hoffman, ως συνήθως θα 'λεγα. Πολλά βήματα πέρα από "οσκαρικές ερμηνείες" που είχαν εύκολη δουλειά με στερεότυπες δημόσιες εικόνες (για να παίξεις π.χ. τον Stevie Wonder δε χρειάζεται παρά να σε βάψουν μαύρο και να κουτουλάς στους τοίχους), ο Hoffman κατάφερε να τον υποδεχτεί με διθυράμβους το εύκολα δηκτικό και σαρκοβόρο αρτ κύκλωμα, εξέχον μέλος του οποίου αποτέλεσε ο Capote. Τέλεια είναι τέλος και η σκηνοθεσία του Bennett Miller. Σκοτεινή, αργή, με προσεχτικά επιλεγμένες και περιορισμένες χρωματικές παλέτες, εξομαλύνει το σε κάποια σημεία λεκτικά υπερβολικό (αλλά κατά τα άλλα πάντα δεμένο, δουλεμένο, σαφές και αλλού ιδιαίτερα εμπνευσμένο) σενάριο, όπως και τη φυσική παρουσία του Hoffman (που είναι πιο μεγαλόσωμος από το χαρακτήρα του). Και ξεκουράζει χωρίς να κουράζει.

Υπόδειγμα βιογραφικής δημιουργίας, το Capote (2005) σίγουρα θα αποτελέσει σημείο αναφοράς σε πολύ περισσότερα επίπεδα από το πολυσυζητημένο Brokeback Mountain (2005), όταν καταλαγιάσει η σκόνη.

Neve Campbell και Denise Richards ξανά μαζί!



Σύμφωνα με το contactmusic.com, η Denise Richards και η Neve Campbell έχουν ήδη συμφωνήσει να.. ξαναβρεθούν μαζί! Και προτού να πενηνταρήσουν!

Η νέα ταινία θα λέγεται Backstabbers και φιλοδοξεί να ενώσει όλο το καστ του Wild Things (1998) που απουσίαζε σύσσωμο από το straight- to- video Wild Things 2 (2004). Τώρα βέβαια ποιος ενδιαφέρεται για το υπόλοιπο καστ δε μπορω να σας πω με σιγουριά. Ελπίζω μόνο να μη κάνει (όπως συνηθίζει τελευταία) ο Bill Murray τον.. ακαταμάχητο. Άμα δε, κάνει και τρίο θα κάψω τη συλλογή μου από tentacle hentai.

Cult.Film.Festival.06

Day One: Τυφλή Απουσία

Αυτό το dj Blackman vs Valentine pre-festival party της περασμένης Τρίτης δε νομίζω ότι μετράει στις μέρες του φετινού φεστιβάλ, και απ’ ό,τι άκουσα ακόμη κι οι διοργανωτές θέλουν να το ξεχάσουν –σίγουρα δε θέλουν να το θυμούνται τα 15-20 άτομα που τελικά μαζεύτηκαν εκεί να γιορτάσουν τον (μη) Βαλεντίνο τους.

Οπότε ας πούμε πως το φεστιβάλ ξεκίνησε χτες, κι αν και δεν είχε την επιτυχία των περασμένων χρονιών, μπορεί να πει κανείς ότι δεν τα πήγε καθόλου άσχημα. Δεν ξέρω αν έφταιγε που το πρόγραμμα μυρίζει επανάληψη, αν ήταν λόγω της ψύχρας, ή λόγω της… παραπλάνησης του Σουγκλάκου στο κοινό του, ο οποίος σε ραδιοφωνική εκπομπή κάλεσε τους ακροατές του στη Λιοσίων 206 (αν ξέρετε τη Λιοσιών, το 206 πρέπει είναι περίπου μισό χιλιόμετρο πιο κάτω απ’ το 205, όπου γίνεται το φεστιβάλ), αλλά η προσέλευση ήταν πεσμένη γύρω στο μισό απ’ την περσινή. Τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε εμένα.

Όσοι έχετε αποτολμήσει να χαθείτε στα άγρια νοσταλγικά τριπάκια του συγκεκριμένου φεστιβάλ τις περασμένες χρονιές, θα έχετε διαπιστώσει ότι θέλει μεγάλες αντοχές για να παρακολουθήσει κανείς από κοντά όλο του το πρόγραμμα –αυτά του Τσαγκαρουσιάνου για τα ιδρωμένα σεντόνια και τα αρώματα της αυνανιστικής του εφηβείας, είναι το παραλλήρημα που πιάνει τον καθένα, αφού έχει παρακολουθήσει ένα 30ωρο αμάγαλμα της ελληνικής βιντεοπαραγωγής του ‘80. Γιατί τα λέω όλα αυτά, θα μου πείτε. Για να μην κατηγορηθώ για ανανδρεία, που έχω σκοπό να πάω σε ελάχιστες μόνο προβολές του φετινού προγράμματος φυσικά. Κι άμα έχει κανείς αντίρρηση, ας έρθει να του βρω μια διαρκείας, να δούμε πόσο θ’ αντέξει…

Μια απ’ αυτές τις προβολές πάντως, ήταν το Καράτε: Τυφλή Φυγή, για το οποίο υποθέτω θα έχετε ξανακούσει, και ενδεχομένως να έχετε διαβάσει στο Έθνος και την Ελευθεροτυπία τα πολύ καλά λόγια που γράφουν άνθρωποι οι οποίοι δεν αποκλείεται να μην την έχουν δει. Δεν υποννοώ τίποτα, απλώς τα δύο κείμενα έχουν τρομερές ομοιότητες με αυτά που γράφουν οι δημιουργοί της ταινίας στο site τους.

Σ’ αυτό το site μπορείτε να κατεβάσετε και την ίδια την ταινία, η οποία είναι γυρισμένη εξ ολοκλήρου σε ψηφιακή φωτογραφική μηχανή, με αυτή τη δυνατότητα βιντεοσκόπησης των 15 δευτερολέπτων που προσφέρει, ή κάτι τέτοιο. Αυτό που προέκυψε είναι ένα συνονθύλευμα σάτιρας των αμερικάνικων και ασιατικών ‘80s, με τη μυθολογία του μοναχικού κομάντο ο οποίος παίρνει εκδίκηση από μυστήρια οργάνωση με σχέδια παγκόσμιας κυριαρχίας που του σκότωσε τη γυναίκα/μάνα/κόρη/αδερφή/καφετζή/ελαιοχρωματιστή. Όπως το περίμενα, η ταινία δίνει ρέστα στο μοντάζ, και κρατιέται στην επιφάνεια χάρη στο κέφι-κέφι-κέφι των παιδιών που την σούταραν και την έκοψαν, αλλά υστερεί σε πρωτοτυπία στις σκηνές μάχες, οι οποίες πιάνουν και το μεγαλύτερο μέρος της διάρκειάς της. Η επιλογή τους να τη γυρίσουν με την φωτογραφική, έχει το χαβαλέ της και κερδίζει πόντους αυθορμητισμού, αλλά όταν η εικόνα απλώνεται σε πανί, τα ευμεγέθη pixel ρίχνουν απειλητικές σκιές το όλο project και τη βιωσιμότητά του σε οποιαδήποτε οθόνη μεγαλύτερη απ’ αυτή ενός PSP. Δε λέω, low budget και τα ρέστα, αλλά αν δεν κάνω λάθος, μια μέτρια ψηφιακή βιντεοκάμερα είναι πιο φτηνή από μια καλή ψηφιακή φωτογραφική. Όπως και να ’χει, αξίζει τον κόπο να κατεβάσετε την ταινία απ’ το site και να τη δείτε στο PC σας.

Εγώ πάντως τους μιμήθηκα και τράβηξα το παρακάτω βιντεάκι με την κάμερα του κινητού μου.



Όλο το χαρτί, το μάζεψε το show του Σουγκλάκου, ένα «ποικίλης πρόγραμμα» όπως το χαρακτήρισε, και για το οποίο κατάφερε να αναστήσει προσωπικότητες του μακρινού παρελθόντος αυτού του τόπου, όπως τον χορογράφο Μιχάλη Μεταξά, τον άνθρωπο πασπαρτού Κώστα Βενετσάνο, και τον μάγο Λουιτζέλο, ενώ μας έφερε και ένα show επίδειξης τεχνικών kick boxing από σχετική σχολή. Ποιοι ήταν όλοι αυτοί δεν ήξερα όταν τους διάβαζα στο Δελτίο Τύπου της βραδιάς, αλλά τους έμαθα εκεί. Μόνο τον Ταμπάκη αναγνώρισα στο χαρτί, αλλά δυστυχώς τελικά δεν μας τίμησε με την παρουσία του. Φοβήθηκε τον ανταγωνισμό; Ίσως. Γιατί ο Σουγκλάκος δε φοβάται, δεν είναι δειλός ο Σουγκλάκος! Το avopolis πέρυσι είχε δει το show του Σουγκλάκου σαν ένα «μάθημα της ελληνικής cult ιστορίας», όπου «το κίνητρο να παρακολουθήσουν αυτό το ζωντανό πρόγραμμα ήταν ο χαβαλές και το γέλιο, στο τέλος φύγαμε όλοι με μια υποψία συγκίνησης για κάποιους ανθρώπους που επιμένουν να κυνηγούν το δικό τους περίεργο όνειρο». Το περσινό το είχα χάσει, αλλά για το φετινό, μια λέξη βρίσκω μόνο: λυπηρό… Αλλά κι αυτό έχει μια συγκινητική μαγεία, ε; Κάτι απο Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών, πολύ ωραία περάσαμε.

Πάντως μετά την εξτραβαγκάντσα του πρωτοπαλαιστή, ήταν προγραμματισμένη η προβολή Αυστηρώς Ακατάλληλο, ένα ποτ-πουρί μεγάλων στιγμών ελληνικής βιντεοτσόντας, το οποίο δυστυχώς δεν κατάφερε να προσελκύσει το προσδοκούμενο κοινό. Όταν ήρθε η ώρα του, στα ταμεία του Gagarin δεν υπήρχε ψυχή, μάλλον γιατί το είχαν δει όλοι πέρυσι, οπότε όσοι ήταν ήδη εκεί μπορούσαν να το δουν δωρεάν. Τώρα, αν τους βγήκε σε καλό, ή όχι, αυτό είναι άλλη κουβέντα.

Όπως και να ’χει, ο μεγάλος χαμός θα γίνει μάλλον απόψε, με τη βράβευση και το show του φετινού τιμώμενου προσώπου. Αν κι ο Φλωρινιώτης δεν καταφέρει να προκαλέσει το –παραδοσιακό μέχρι φέτος- μποτιλιάρισμα στη Λιοσίων, τότε ίσως του χρόνου να χρειαστεί να βραβεύσουν την Καλομοίρα, τι να πω.


*Άμα δε σας παίζει το embedded βιντεάκι του Σουγκλάκου σε perfomance Eye of the Rapper, δοκιμάστε ετούτο 'δω το link

**Διαβάστε και συνέντευξη Σουγκλάκου στους
Στάμο Δημητρόπουλο και Γιάννη Δηράκη, εδώ. Φαίνεται πολύ επίπονη διαδικασία.

Storytelling (2001) και Γυναικείες Φαντασιώσεις - Fiction? (3ο Μέρος)

V. Ο Σκηνοθέτης
Ο Todd Solondz είναι μέρος μιας γενιάς σκηνοθετών (Larry Clark, Neil LaBute, Farrelly bros.) που στα μέσα των 90s όρισαν αυτό που ο ίδιος αποκαλεί sad comedy κι εγώ απλά (μοντέρνα) ηθογραφία. Mε εξαίρεση τους Farrelly του Rhode Island που είναι μια κατηγορία μόνοι τους, οι υπόλοιποι, "παιδιά" κι αυτοί της δυτικής ακτής και ειδικότερα της Νέας Υόρκης βρέθηκαν στη κορφή ενός κύματος που αγκαλιάστηκε από τους "αρτ" κύκλους, μισήθηκε από την.. άλλη ακτή (LA, Hollywood, πουριτανούς), άλλαξε πραγματικά τον αμερικάνικο ανεξάρτητο και τιμήθηκε τελικά από την αμερικάνικη ακαδημία στο πρόσωπο ενός.. άσχετου (Sam Mendes) που ανέλαβε να το ζαχαρώσει με το American Beauty (1999).

Συνεχίζοντας στο πολύ αμερικάνικο, μη ξεχνάτε ότι βρισκόμαστε στη "χρυσή" εποχή Clinton, με δημοφιλή πρόεδρο, δημοκρατικό προφίλ, καλπάζουσα οικονομία και.. αναίμακτους βομβαρδισμούς ανά την υφήλιο. Άρα, σύμφωνα με μια απλή (ή απλοϊκή) εξήγηση, η μόνη διέξοδος για άσκηση κριτικής είναι η μαύρη κωμωδία. Και αυτό ισχυρίστηκαν πολλοί.. κριτικοί προσπαθώντας να αναλύσουν το φαινόμενο. Όπως αποδείχτηκε όμως εκ των υστέρων, με τη τεράστια απήχηση του nu metal, τα προβλήματα της (λευκής νεανικής) αμερικάνικης suburbia ήταν υπαρκτά παρόλο που φάνταζαν.. ειρωνικά στις δεδομένες ιστορικές συνθήκες.

Έτσι προέκυψε κι ένας φαύλος κύκλος, με τους δημιουργούς να προσπαθούν να απαντήσουν στους κριτικούς, υποπίπτοντας σε λάθη και ακρότητες που αποξενώναν περισσότερους και φέρναν νέα κακοπροαίρετα σχόλια.

Ο Solondz θεωρήθηκε ο πιο ακραίος από όλους, κυρίως γιατί.. μίλαγε περισσότερο. Στη πραγματικότητα, ήταν ο πιο ήπιος, διεισδυτικός και.. ηθοκεντρικός (σε ντοστογεφσκικό βαθμό). Από τη πρώτη του κιόλας σημαντική ταινία (και μια από τις σημαντικότερες του '90) το Welcome To The Dollhouse (1995). Την ίδια χρονιά που ο Clark στο Kids (1995) βάζει ένα πιτσιρικά με AIDS να ξεπαρθενιάζει όσο περισσότερα κοριτσάκια μπορεί, o Solondz παρουσιάζει τους έρωτες και την απόγνωση μιας ασχημούλας πιτσιρίκας. Χωρίς να την αγιογραφεί.

Τρία χρόνια αργότερα, οι Korn έχουν κάνει την οργή ενάντια στη μηχανή (βλ. τη πολιτική "εξέγερση" των Rage Against The Machine) οργή ενάντια στη νιρβάνα, την υποκρισία και τη.. ρόδινη ζωή (Life is peachy), πρωτοπορούν στο δίκτυο με το KornTV και ετοιμάζονται να βγάλουν το Follow the Leader που θα καθορίσει το nu metal. Στο ίδιο μεσοδιάστημα, η Marvel έχει αποτύχει παταγωδώς αναθέτοντας στην Image (βλ. τους καλλιτέχνες που την είχαν εγκαταλείψει) να της αλλάξει το.. image των χαρακτήρων της, με έμφαση στο στυλ χωρίς ουσία. Και ψήνει τους Marvel Knights με σκοτεινές και τραχιές ιστορίες, που τελικά θα αναζωογονήσουν και την εταιρεία και τα κόμικ.

Στο "αρτ σίνεμα" ο LaBute έχει πάρει τη θέση του Solondz στα στόματα όλων (σαρώνοντας κι αυτός το Sundance και φτάνοντας μέχρι τη.. Θεσσαλονίκη), ασκώντας κριτική.. εκ των έσω στο σεξισμό με το (αριστουργηματικό) In The Company Of Men (1997). Και πρόκειται να συνεχίσει, διευρύνοντας τους στόχους του αλλά επιμένοντας πιο ενήλικα, στο Your Friends And Neighbors (1998) που.. ερμμμ.. δε το 'χω δει. Και στο box office οι Farrelly δε πιάνονται, τρέχοντας με τη Μαίρη.

Μέσα σ'όλα λοιπόν, ο Solondz εμπλέκεται, μπλέκεται και πάει στις Κάνες, με το Happiness (1998). Και δε μπορείς να πεις αν συμμορφώνεται με τις (κριτικές) υποδείξεις ή ειρωνεύεται το αλτμανοκοενικό "ιν" (στους indie κύκλους) στιλάκι (των παράλληλων ιστοριών και της αποστασιοποιημένης σάτιρας). Και δε μπορείς να πεις αν υιοθετεί ή ειρωνεύεται τη σκηνοθετική.. αδιαφορία του LaBute. Και δε μπορείς να πεις αν επιχειρεί να προσγειώσει ή να δώσει βαρύτητα στο χοντρό χιούμορ των Farrelly και τους σεξοκεντρικά βίαιους χαρακτήρες του Clark.

Μπορείς να πεις με σιγουριά ότι κάνει μια άνιση ταινία όπου ξεχωρίζει μόνο η εκπληκτική σκηνή (ανθολογίας πια) της αρχής και η ιστορία του παιδεραστή ψυχιάτρου. Μπορείς να πεις με σιγουριά ότι κάνει μια ταινία όπου λέει τόσα πολλά ώστε να καταλήξει να συμφωνούν και να διαφωνούν απόλυτα μαζί του μόνο αυτοί που δε τον καταλαβαίνουν (και νομίζουν ότι τον καταλαβαίνουν, see?). Μπορείς όμως να πεις με σιγουριά και ότι εξακολουθεί να νοιάζεται για όλους τους χαρακτήρες του και να αρνείται να τους κρίνει.

Στη συνέχεια.. εγώ πάω φαντάρος, η ακαδημία, όπως είπαμε, επιχειρεί να βάλει ταφόπλακα στο όλο θέμα με το κάτι- σαν- lifetime- achievement- award όσκαρ στον.. πρωτοεμφανιζόμενο Sam Mendes, o Nasdaq σκάει σα τη φούσκα των νέων τεχνολογιών, ο Bill Clinton ολοκληρώνει τη.. θητεία του και στη προεδρική εκλογή που ακολουθεί οι αμερικάνικες πολιτείες χωρίζονται για πρώτη φορά σε δυο.. ακτές (αν και θα περάσουν άλλα τέσσερα χρόνια μέχρι να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του χάσματος). Και ο Solondz ετοιμάζεται να προσπαθήσει να μείνει σχετικός, να επανέλθει σε φόρμα και να απαντήσει στους κριτικούς του με το Storytelling (2001).

Στο επόμενο μέρος: Storytelling - Fiction και Nonfiction.

(Ο Solondz έλεγε ότι δε μπορεί να κρίνει το Storytelling όποιος δεν έχει επαφή με το προηγούμενο έργο του. Και είχε δίκιο. Στο παραπάνω κειμενάκι προσπάθησα μόνο να ξύσω τα σημαντικότερα ώστε να είμαι κατανοητός στη συνέχεια. Μη μείνετε με κανένα τρόπο σε αυτά - i.e. ψάξτε το περισσότερο - αν θέλετε να 'χετε σφαιρικότερη αντίληψη).

The Fog (2005)

(0.5/5)

Σκηνοθεσία: Rupert Wainwright
Σενάριο: Cooper Layne, John Carpenter (1980)
Παίζουν: Tom Welling, Maggie Grace, Selma Blair

Δείτε/Κρύφτε το trailer v (αν επιμένετε)


Όπως θα 'χετε ακούσει, η ταινία είναι remake της αντίστοιχης τρόμου του '80 του John Carpenter. Που δε την έχω δει και δε ξέρω αν πρέπει να πω ευτυχώς ή δυστυχώς. Πόσο δηλαδή τρομαχτική μπορεί να 'ναι μια.. ομίχλη?

Επιπλέον, με όλα τα λεπτομερή making of και τα 3D παιχνίδια, το κοινό μπορεί να μη ξέρει πως μοιάζει μια.. ανθρωποφάγα ομίχλη, ξέρει όμως πολύ καλά πως δε μοιάζει. Και για να το εξηγήσω καλύτερα, πάω σε κάτι πιο απλό και χαρακτηριστικό από το Brokeback Mountain (2005): Όλοι ξέρουμε πια ότι πολλές "νυχτερινές" σκηνές, γυρίζονται καταμεσήμερο και.. σκοταδίζονται. Και αφήνουμε το σκηνοθέτη να μας εξαπατάει, κατά σύμβαση, με τη προϋπόθεση ότι τα καταφέρνει. Όταν όμως ο Jake Gyllenhaal ρουφάει (το τσιγαράκι του) και η κάφτρα δεν ανάβει, ενώ μετά φυσάει τον καπνό, ε τότε ξέρεις ότι η κάφτρα σκοτείνιασε μαζί με το ντάλα ήλιο του μεσημεριού και ο Ang Lee βαρέθηκε να κάτσει να κάνει μια νυχτερινή σκηνή της προκοπής.

Έτσι ακριβώς και ο Rupert Wainwright - έχοντας είναι η αλήθεια ένα ηλίθιο σενάριο και μικρό προϋπολογισμό για πολλά πολλά εφέ - βαριέται να προσπαθήσει να κάνει πιστευτούς τους χαρακτήρες του και οποιαδήποτε σκηνή. Και η βαρεμάρα περνάει και σε όλους τους υπόλοιπους συντελεστές. Για παράδειγμα, η Selma Blair δε κάθεται λίγο να να χτενιστεί και να φτιαχτεί (και ειδικά σε σκηνή που πάει να βρει εξεπίτηδες τυχαία, τον άλλον που τη μπιπαγε, ενώ έχει επιστρέψει η γκόμενά του). Και τη βάλαν και δυο μέρες να γυρνάει τις σκηνές που πνίγεται, χωρίς αντικαταστάτη, λέει. Και μάλλον γύρισαν και τις υπόλοιπες σκηνές όσο ήταν ξεμαλλιασμένη από τα τσαλαβουτήματα, λέω.

Βάλτε τώρα ότι η ξανθιά πρωταγωνίστρια, Maggie Grace, έχει στιλ αλεξανδραπαλαιολόγου ένα πράμα - σου 'ρχεται, χωρίς λόγο, να τη πνίξεις μόνο που τη βλέπεις και μοιάζει σαραντάρα ενώ δεν έχει κλείσει καλά καλά τα είκοσι. Βάλτε και ότι και οι άλλες ξανθιές κάνουν μόνο ένα φευγαλέο πέρασμα με μπικίνι, στην απόλυτα (σπαστικά) κλισέ σκηνή τα- πρώτα- θύματα- είναι- οι- ανυποψίαστες- που- κάνουν- πάρτι. Και δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος πια να ξοδέψετε οτιδήποτε, οπουδήποτε, για έναν αέρα κοπανιστό, για μια ομίχλη.
Copyright © 2012 Movies for the Masses, Challenging common sense since 2004. Your ticket is
Contact us at moviesforthemasses@gmail.com. Subscribe by RSS or E-mail.