Showing posts with label Interviews. Show all posts
Μέσα στο Δάσος (2010): Συνέντευξη Άγγελου Φραντζή
Ξεκίνησε από ένα σενάριο πολύ δομημένο, με αρκετούς χαρακτήρες, αυστηρή πλοκή και μπόλικους διαλόγους. Κατέληξε, όμως, με τον δημιουργό του να έχει πετάξει την αρχική του αφετηρία απ’ το παράθυρο και να παραδίνεται σ’ ένα κινηματογραφικό πείραμα φόρμας και αισθητικής, που του άνοιξε τις πόρτες για μια μακριά πορεία σε εκτός συνόρων φεστιβαλικές οθόνες, όπως αυτές του Ρότερνταμ που το ντεμπουτάρισε, του Χονγκ Κονγκ που το υποδέχτηκε δεύτερο και τα φεστιβάλ της Κρακοβίας και του Ρίο ντε Τζανέιρο που το καλωσόρισαν μετά. Την προηγούμενη βδομάδα, το Μέσα στο Δάσος του Άγγελου Φραντζή, έκανε τα ελληνικά του αποκαλυπτήρια σε μια κατάμεστη αίθουσα στις Νύχτες Πρεμιέρας, και από αύριο, θα προβάλλεται κανονικά, στην Όπερα αποκλειστικά, με την υποστήριξη του Movies for the Masses.
R U There (2010): David Verbeek interview
Τρεις ήταν οι τίτλοι στις φετινές Κάνες, που καταπιάνονταν με το θέμα των διαφόρων εκδοχών της ψηφιακής πραγματικότητας που παραμονεύουν στο διαδίκτυο, περιμένοντας πότε θα σε τσιμπήσουν για να σε κλειδώσουν μέσα τους και μακριά απ’ την αληθινή σου. Ένας, το σενσουαλιστικό εφηβικό θριλεράκι L’ Autre Monde του Gilles Marchand, δεύτερος το παραδοσιακά τεχνοφοβικό κι φοβερά άστοχο Chatroom του Hideo Nakata (απ’ το ομότιτλο θεατρικό) και τρίτο, το R U There, του πιτσιρικά Dadid Verbeek, που προσπάθησε να προσεγγίσει το θέμα, από μια πιο έντιμη ανθρωπολογική σκοπιά. Τα δυο τελευταία, συναγωνίζονταν μάλιστα στο Un Certain Regard, κι έτσι πακεταρισμένα ήρθαν και στις Νύχτες Πρεμιέρας, να προβληθούν απόψε αντικριστά. Το πρώτο, θα σου πω γιατί να το αποφύγεις, όταν θα βγει στις αίθουσες. Το δεύτερο, θα σου πει ο σκηνοθέτης γιατί να προσπαθήσεις να το πετύχεις, μιας και παίζει να μην το ξαναδείς.
Little Baby Jesus of Flandr (2010): G.V.D. Berghe interview
Alting Bliver Godt Igen (2010): Christoffer Boe interview
Paha Perhe (2010): Aleksi Salmenperä interview
Ένας πατέρας οργανώνει την απαγωγή του γιου του, όταν τον βλέπει να ερωτεύεται με την πανηδονίστρια ετεροθαλή αδερφή του, κι αυτή είναι η άποψη του Aleksi Salmenperä, όχι μόνο για την ψυχρότητα των δεσμών αίματος των Φινλανδών, αλλά και για την ακρότητα των δεσμών χειραγώγησης που κρατούν δεμένες τις οικογένειες της Δύσης.
L' Immortel (2010): Richard Berry interview
Πιο γνωστό έξω απ’ τη Γαλλία ως 22 Σφαίρες, απ’ τις ισάριθμες σφαίρες που βάζουν μπρος την πλοκή, το L’ Immortel είναι η δεύτερη απόπειρα του Berry να δοκιμαστεί με το θρίλερ (μετά το αμνησιακό La Boîte Noire (2005)), είναι όμως η πρώτη του επιστροφή σε πλοκή αστυνομικού. Για να τη στήσει, βασίστηκε στην αληθινή ιστορία του Jacky “Le Mat” Imbert, του «Τελευταίου Νονού» της Μασσαλίας, ενός μαφιόζου που υπήρξε απ’ τους πλέον διαβόητους της γενικότερης νοτίου Γαλλίας στη δεκαετία του ’60 κι ο οποίος κατέληξε να μοιράζεται όλον τον υπόκοσμο της παραθαλάσσιας κωμόπολης και των προαστίων της, με τη συμμορία του καλού του συναδέλφου, Tany Zampa, αφού μαζί φρόντισαν να εξοντώσουν τον ανταγωνισμό. Ενθουσιασμένος μ’ αυτήν την τελευταία τακτική, ο Zampa προσπάθησε να την εφαρμόσει και στον Imbert, αδειάζοντας πάνω του ένα μάτσο περίστροφα. Ο Imbert όμως επέζησε, και παρ’ ότι έγινε σουρωτήρι, όταν βγήκε πάλι στους δρόμους, προφανώς κουρασμένος πια απ’ την έξαλλη ζωή, ήρθε σε ανακωχή με τον παλιόφιλό του. Αυτό τουλάχιστον λέει η επίσημη εκδοχή, κι όχι αυτή του Richard Berry, που εξηγεί στη συνέντευξη ότι η πεισματική άρνηση του Imbert να μπει σε οποιουδήποτε είδους λεπτομέρεια για την ιστορία του, ανάγκασε τον σκηνοθέτη να βγάλει από το μυαλό του όλο το υπόβαθρο των περιστατικών που οδήγησαν τον ήρωά του στο να μάθει να χειρίζεται περίστροφο με το αριστερό του χέρι, να προσθέσει μια ακόρεστη δίψα για αίμα και εκδίκηση στην τρίτη πράξη της περιπέτειάς του, και να βρει μόνος του το χώρο για να αφήσει να ανθίσει η αγάπη για την οικογένεια και η ανάγκη για ηρεμία, που έκαναν τον άνθρωπο που σκότωνε για πλάκα, να προτιμά να ζει ψήνοντας ρέγκες στη θράκα.
Μαζί με την επιστροφή του Berry στο noir, το L’ Immortel σημειώνει και την επιστροφή του Jean Reno σε ρόλο σκληροτράχηλου, ρόλο τον οποίο ο Berry έγραψε με αποκλειστικά τον Reno στο νου του, όπως έγραψε και αποκλειστικά για την κόρη του, το ρόλο της κόρης του Reno, σε ένα cast που αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από ηθοποιούς της ευρύτερης περιοχής της Μασσαλίας (κι αν ξέρεις λίγα Γαλλικά, πιθανότατα θα μπορέσεις να εντοπίσεις τη διαφορά στις προφορές), για μια ταινία που άνοιξε στην τρίτη θέση των γαλλικών ταμείων την εβδομάδα που την πρώτη έπαιρνε το Alice in Wonderland (2010) (και τη δεύτερη καπάρωνε το L’ Arnacoeur (2010)) και την οποία θα βρίσκεις στις ελληνικές αίθουσες από αύριο.
Gainsbourg (Vie héroïque) (2010): Joann Sfar interview
Όμως, ο λόγος που είχε φέρει τον 38χρονο Γάλλο από τη Νίκαια στο Παρίσι εξ αρχής, ήταν ο Serge Gainsbourg, αυτή η τεράστια προσωπικότητα-σύμβολο της παριζιάνικης κουλτούρας, την οποία ο Sfar θαύμαζε τόσο, που θεωρούσε ίνδαλμα, μέντορα και μούσα και ήθελε να συναντήσει για να δει μήπως ήταν και αδερφή ψυχή. Ένα μήνα μετά την άφιξή του στο Παρίσι, ο Gainsbourg πέθανε, όμως η ζωή του συνέχισε να εμπνέει τον Sfar, τόσο που το πάθος του τον ώθησε να βρει την ουσία αυτής της ζωής, τον παλμό της καρδιάς και τη μεθυστική αίγλη αυτής της κακομούτσουνης θρυλικής φυσιογνωμίας και να την φυλακίσει σε μια χρονοκάψουλα, προς γνώση και συμμόρφωση. Δεν ήταν τυχαίο που η βιογραφία του Gainsbourg έγινε η πρώτη του ευκαιρία να περάσει στο χώρο της κινηματογραφικής εικονοπλασίας, και «υπάρχουν δυο τρόποι να κάνεις μια βιογραφία», λέει. «Ο ένας είναι να κάνεις την έρευνα, κι ο άλλος είναι ν’ ακούσεις τον τύπο κι αυτό που ήθελα να κάνω ήταν ν’ ακούσω τον τύπο. Με ενδιέφεραν περισσότερο τα ψέμματα που είχε να αφηγηθεί, παρά οι αλήθειες που κρύβονταν από πίσω». Γιατί, άλλωστε, η μεγάλη οθόνη δεν είναι μόνο εκεί για να αντικατοπτρίζει αυτό που ξέρεις ότι είναι η ζωή, αλλά καμιά φορά, ν' απλώνει πάνω της κι αυτό που θα 'θελες να είναι. Αυτό που θέλεις να θυμάσαι.