Written by
cheaptalk
in
Trailers
Looking for Eric (2009): Sélection officielle teaser
Κανένας δε μπορεί να αρνηθεί στον Ken Loach, έναν από τους πιο δημοφιλείς σκηνοθέτες που σήκωσε ποτέ τον Χρυσό Φοίνικα, το δικαίωμα να κάνει και μια ταινία που θα βγει σε "many, many prints", και κρίνοντας από τη ζεστασιά με την οποία υποδέχτηκε το Looking for Eric (2009) o βρετανικός τύπος, το φιλμ μπορεί να έχει και παραπάνω πιθανότητες για κανένα βραβείο από τον πάτο, πάτο των προγνωστικών όπου το βάζαν οι περισσότεροι με το ξεκίνημα του φετινού φεστιβάλ των Κανών.
Στη ζεστασιά βοηθάει βέβαια και η παρουσία του Eric Cantona, ποδοσφαιριστή του (προηγούμενου) αιώνα για τη Manchester United και ανθρώπου που ξανάφερε το αγγλικό ποδόσφαιρο στα ευρωπαϊκά σαλόνια (από την ανυποληψία στην οποία είχε πέσει μετά τους αποκλεισμούς, άμα θυμάσαι). Ο Βασιλιάς Eric έχει ήδη γράψει συμμετοχή σε καμιά δεκαπενταριά παραγωγές χωρίς πολλές δάφνες, αλλά και από τις δυο πλευρές της Μάγχης εξακολουθούν να τον υποδέχονται σα χολιγουντιανό σουπερστάρ, ενώ αυτή τη φορά βρίσκεται στην ιδανική θέση να παίζει τον εαυτό του σε larger than life διαστάσεις, όπως βλέπεις στο μάλλον τόσο κατασυμπαθητικό όσο και η ταινία τρέιλερ. Η ιδέα της αφίσας που ζωντανεύει μετά από αρκετά τσιγαριλίκια, δεν ήταν αυτή με την οποία πλησίασε τον Loach ο Cantona που θυμήθηκε αρχικά ένα παθιασμένο οπαδό ο οποίος τον ακολουθούσε παντού με αποτέλεσμα να χάσει δουλειά, φίλους και οικογένεια. Όμως ο 70άρης δημιουργός ήθελε λέει κάτι λιγότερο δραματικό από The Wind That Shakes the Barley (2006) και It's a Free World... (2007), προς ανακούφιση και των παραγωγών του που δεν έχουν συνηθίσει και ακριβώς να βλέπουν φρασούλες σα το "crowd pleaser" να συνοδεύουν καθολικά τις δημοσιογραφικές αναφορές για τη δουλειά του.

Στη ζεστασιά βοηθάει βέβαια και η παρουσία του Eric Cantona, ποδοσφαιριστή του (προηγούμενου) αιώνα για τη Manchester United και ανθρώπου που ξανάφερε το αγγλικό ποδόσφαιρο στα ευρωπαϊκά σαλόνια (από την ανυποληψία στην οποία είχε πέσει μετά τους αποκλεισμούς, άμα θυμάσαι). Ο Βασιλιάς Eric έχει ήδη γράψει συμμετοχή σε καμιά δεκαπενταριά παραγωγές χωρίς πολλές δάφνες, αλλά και από τις δυο πλευρές της Μάγχης εξακολουθούν να τον υποδέχονται σα χολιγουντιανό σουπερστάρ, ενώ αυτή τη φορά βρίσκεται στην ιδανική θέση να παίζει τον εαυτό του σε larger than life διαστάσεις, όπως βλέπεις στο μάλλον τόσο κατασυμπαθητικό όσο και η ταινία τρέιλερ. Η ιδέα της αφίσας που ζωντανεύει μετά από αρκετά τσιγαριλίκια, δεν ήταν αυτή με την οποία πλησίασε τον Loach ο Cantona που θυμήθηκε αρχικά ένα παθιασμένο οπαδό ο οποίος τον ακολουθούσε παντού με αποτέλεσμα να χάσει δουλειά, φίλους και οικογένεια. Όμως ο 70άρης δημιουργός ήθελε λέει κάτι λιγότερο δραματικό από The Wind That Shakes the Barley (2006) και It's a Free World... (2007), προς ανακούφιση και των παραγωγών του που δεν έχουν συνηθίσει και ακριβώς να βλέπουν φρασούλες σα το "crowd pleaser" να συνοδεύουν καθολικά τις δημοσιογραφικές αναφορές για τη δουλειά του.

Previously on Movies for the Masses: Vengeance (2009): Sélection officielle trailer
Written by
cheaptalk
in
Trailers
Vengeance (2009): Sélection officielle trailer
Δες/Κρύψε το trailer #1
Ακόμα μια παραγωγή που χρησιμοποιεί το διαγωνιστικό των Κανών απλά για να κάνει επίσημη πρεμιέρα φέτος, το Vengeance (2009) του Johnnie To ανοίγει τη βδομάδα που έρχεται στη Γαλλία, και από την ανακοίνωσή του ακόμα φανταζόσουν το σκηνοθέτη να συζητάει, μεταξύ μουχλιασμένου τυρού και ωμού ψαριού, την επισημοποίηση της σχέσης του με το Γάλλο διανομέα του, μέσω της παλιομοδίτικης φαεινής ιδέας συμπαραγωγής, με τον Alain Delon πρωταγωνιστή και στα Αγγλικά φυσικά.
Κάπως έτσι, χωρίς τον τυρό, περιγράφει (στις σημειώσεις της παραγωγής) και το πραγματικό ξεκίνημα η Michèle Halberstadt / Pétin της ARP Sélection, μόνο που απ' ότι φαίνεται το alzheimer του Delon είναι πια πολύ προχωρημένο για ξένες γλώσσες, και όπως και να 'χει τον αντικατέστησε ο Σάκης Ρουβάς του Παρισιού, ο Johnny Hallyday. Που όπως βλέπεις, επιβεβαιώνει, με το να μη κουνιέται μιλώντας ταυτόχρονα σε καμία σκηνή, ότι τέτοιες, χιλιοτραγουδισμένες πια, ιδέες δε καταλήγουν ποτέ σε χειροκροτήματα, ειδικά αν παίρνουν τον εαυτό τους πολύ στα σοβαρά. Οι σκηνές στις οποίες ο To πουλάει John-Woo-ισμό για δυτικά ακροατήρια φαίνονται σχετικά καλύτερες, ο σκηνοθέτης είναι πάντα παραδοσιακός επαγγελματίας, και αυτό επιβεβαιώνει και το review του Variety, από τα λίγα που βιάστηκαν να μεταφέρουν τις εντυπώσεις τους για το φιλμ το οποίο έχει τη πιο επίσημη προβολή του στη Croisette σε τρεις (3) ώρες, με μοναδικό avantage το ότι ακολουθεί το Kinatay (2009) του Brilliante Mentoza, ένα φιλμ που έκανε τον Roger Ebert να απολογείται επειδή είχε χαρακτηρίσει το Brown Bunny (2003) χειρότερο όλων των εποχών για τις Κάνες.

Κάπως έτσι, χωρίς τον τυρό, περιγράφει (στις σημειώσεις της παραγωγής) και το πραγματικό ξεκίνημα η Michèle Halberstadt / Pétin της ARP Sélection, μόνο που απ' ότι φαίνεται το alzheimer του Delon είναι πια πολύ προχωρημένο για ξένες γλώσσες, και όπως και να 'χει τον αντικατέστησε ο Σάκης Ρουβάς του Παρισιού, ο Johnny Hallyday. Που όπως βλέπεις, επιβεβαιώνει, με το να μη κουνιέται μιλώντας ταυτόχρονα σε καμία σκηνή, ότι τέτοιες, χιλιοτραγουδισμένες πια, ιδέες δε καταλήγουν ποτέ σε χειροκροτήματα, ειδικά αν παίρνουν τον εαυτό τους πολύ στα σοβαρά. Οι σκηνές στις οποίες ο To πουλάει John-Woo-ισμό για δυτικά ακροατήρια φαίνονται σχετικά καλύτερες, ο σκηνοθέτης είναι πάντα παραδοσιακός επαγγελματίας, και αυτό επιβεβαιώνει και το review του Variety, από τα λίγα που βιάστηκαν να μεταφέρουν τις εντυπώσεις τους για το φιλμ το οποίο έχει τη πιο επίσημη προβολή του στη Croisette σε τρεις (3) ώρες, με μοναδικό avantage το ότι ακολουθεί το Kinatay (2009) του Brilliante Mentoza, ένα φιλμ που έκανε τον Roger Ebert να απολογείται επειδή είχε χαρακτηρίσει το Brown Bunny (2003) χειρότερο όλων των εποχών για τις Κάνες.

Previously on Movies for the Masses: Taking Woodstock (2009): Hippie trailer
Written by
verbal
in
Trailers
Taking Woodstock (2009): Hippie trailer
Το trailer μοιάζει όσο χαζοβιόλικη μπορεί να φαντάζεσαι ότι ήταν η ατμόσφαιρα πίσω στο summer of love των τελών των ‘60s, τότε που ο Joel Rosenman κι ο Michael Lang μάζεψαν σε ένα line-up 32 ονόματα που τότε κι αργότερα θα αποτελούσαν τις παραγράφους ενός ολόκληρου κεφαλαίου της μουσικής (κι αστερίσκους σε διάφορα άλλα επόμενα κεφάλαια επίσης), για μια συναυλία που βρέθηκε εξόριστη απ’ το χώρο που ήταν προγραμματισμένη να γίνει (γιατί οι αντιδράσεις των περιοίκων οδήγησαν το δημοτικό συμβούλιο να τους βγάλει παράνομες τις φορητές τουαλέτες) και κατέληξε στα χωράφια ενός πιτσιρικά, που έψαχνε να βρει τρόπο να μετατρέψει την τρώγλη που οι γονείς του πουλούσαν για μοτέλ, σε βιώσιμη επιχείρηση.
Απο ‘δω μπαίνει ο Ang Lee στην ιστορία, μεταφέροντας στην οθόνη την οπτική του Elliot Tiber, απ’ την αυτοβιογραφική του εξιστόρηση των γεγονότων στο Taking Woodstock: A True Story of a Riot, a Concert, and a Life, ένα βιβλίο που, όπως λέει, του το 'δωσε ο συγγραφέας καθ' οδόν σ' ένα αεροδρόμιο τα ξημερώματα, και το οποίο του ξύπνησε την επιθυμία να κάνει μια κωμωδία χωρίς κυνισμό και βρήκε την ευκαιρία σ’ αυτό. Το Φλεβάρη του 2008 άρχισε να το σκέφτεται και να το συζητάει με τον σεναριογραφοπαραγωγό του στην Focus Features, τον James Schamus του Hulk (2003) και του Lust, Caution (2007), κι αψηφώντας το ενδεχόμενο απεργίας των ηθοποιών στο Hollywood, έφτασε το Μάη να μπαίνει στο pre-production. Εκεί πέτυχε και τον Demetri Martin, φρέσκο τακτικό κωμικό του Saturday Night Live που ικανοποιούσε την προτίμησή του για άγνωστο πρωταγωνιστή, στον οποίο φόρτωσε και τον πρωταγωνιστικό ρόλο, κρατώντας τους υποστηρικτικούς για πιο γνωτά ονόματα δευτεραγωνιστών.
Το cast το προετοίμασε φορτώνοντας τα iPods τους με μουσική της εποχής και τις ταινιοθήκες τους με καμιά 30αριά DVD για τον καθένα και οργάνωσε και hippie training camps για τους κομπάρσους του, αλλά, σε ένα απ’ τα πιο γρήγορα projects που έχει στήσει ποτέ ο Ang Lee, φαίνεται πως δεν πρόλαβε να κάνει και πολλά, αν κρίνεις απ’ τις κριτικές που κυκλοφόρησαν από τις χθεσινοβραδινές δημοσιογραφικές προβολές πριν τη σημερινή πρεμιέρα της ταινίας στις Κάνες. Κριτικές που γδύνουν το Taking Woodstock από ερμηνευτικές αξίες, ακυρώνοντας από τους βετεράνους Imelda Staunton και Henry Goodman που παίζουν καρικατουρίστικα τους Εβραίους γονείς του Tiber, μέχρι τους βοηθητικούς ηθοποιούς και τον ίδιο τον Demetri Martin, που στέκουν, λέει, σαν άγευστα αγγούρια μέσα στην κακοανακατεμένη σαλάτα κωμικών ευκολιών, επίπεδων αναπολήσεων και απλοϊκών απεικονίσεων της εποχής απ’ τον απογοητευτικά ανεπαρκή Ang Lee. Άλλος ένας έξω απ’ τους διεκδικητές του Φοίνικα, προφανώς, σε μια λίστα που αποδεικνύεται αποκλεισμού περισσότερο, παρά διαγωνισμού, έτσι όπως πάει.
Απο ‘δω μπαίνει ο Ang Lee στην ιστορία, μεταφέροντας στην οθόνη την οπτική του Elliot Tiber, απ’ την αυτοβιογραφική του εξιστόρηση των γεγονότων στο Taking Woodstock: A True Story of a Riot, a Concert, and a Life, ένα βιβλίο που, όπως λέει, του το 'δωσε ο συγγραφέας καθ' οδόν σ' ένα αεροδρόμιο τα ξημερώματα, και το οποίο του ξύπνησε την επιθυμία να κάνει μια κωμωδία χωρίς κυνισμό και βρήκε την ευκαιρία σ’ αυτό. Το Φλεβάρη του 2008 άρχισε να το σκέφτεται και να το συζητάει με τον σεναριογραφοπαραγωγό του στην Focus Features, τον James Schamus του Hulk (2003) και του Lust, Caution (2007), κι αψηφώντας το ενδεχόμενο απεργίας των ηθοποιών στο Hollywood, έφτασε το Μάη να μπαίνει στο pre-production. Εκεί πέτυχε και τον Demetri Martin, φρέσκο τακτικό κωμικό του Saturday Night Live που ικανοποιούσε την προτίμησή του για άγνωστο πρωταγωνιστή, στον οποίο φόρτωσε και τον πρωταγωνιστικό ρόλο, κρατώντας τους υποστηρικτικούς για πιο γνωτά ονόματα δευτεραγωνιστών.
Το cast το προετοίμασε φορτώνοντας τα iPods τους με μουσική της εποχής και τις ταινιοθήκες τους με καμιά 30αριά DVD για τον καθένα και οργάνωσε και hippie training camps για τους κομπάρσους του, αλλά, σε ένα απ’ τα πιο γρήγορα projects που έχει στήσει ποτέ ο Ang Lee, φαίνεται πως δεν πρόλαβε να κάνει και πολλά, αν κρίνεις απ’ τις κριτικές που κυκλοφόρησαν από τις χθεσινοβραδινές δημοσιογραφικές προβολές πριν τη σημερινή πρεμιέρα της ταινίας στις Κάνες. Κριτικές που γδύνουν το Taking Woodstock από ερμηνευτικές αξίες, ακυρώνοντας από τους βετεράνους Imelda Staunton και Henry Goodman που παίζουν καρικατουρίστικα τους Εβραίους γονείς του Tiber, μέχρι τους βοηθητικούς ηθοποιούς και τον ίδιο τον Demetri Martin, που στέκουν, λέει, σαν άγευστα αγγούρια μέσα στην κακοανακατεμένη σαλάτα κωμικών ευκολιών, επίπεδων αναπολήσεων και απλοϊκών απεικονίσεων της εποχής απ’ τον απογοητευτικά ανεπαρκή Ang Lee. Άλλος ένας έξω απ’ τους διεκδικητές του Φοίνικα, προφανώς, σε μια λίστα που αποδεικνύεται αποκλεισμού περισσότερο, παρά διαγωνισμού, έτσι όπως πάει.
Previously on Movies for the Masses: Bakjwi (2009): Thirst trailer
Written by
verbal
in
Trailers
Bakjwi (2009): Thirst trailer
Δες/Κρύψε το official trailer
Την τριλογία της εκδίκησης, που τον έκανε μάγκα σχεδόν αποκλειστικά χάρη στο Oldboy (2003) του, o Park Chan Wook την ακολούθησε με το I’m a Cyborg but That’s OK (2006), το οποίο είχε χαρακτηρίσει ως επιδόρπιο στο πλήρες γεύμα που ήταν εκείνο το κομμάτι της καριέρας του. Φέτος, επιστρέφει στις Κάνες με το Thirst, μια αλλόκοτη, αντισυμβατική μαυροκωμωδιάρικη ερωτική βαμπιρική ιστορία για έναν παπά που γίνεται βρυκόλακας δια μεταγγίσεως, ξυπνάει καβλωμένος και τα φτιάχνει με τη γυναίκα του παιδικού του φίλου, κι όλα πάνε καλά μέχρι που ψυλλιάζεται ότι πρέπει να πίνει αίμα για να διατηρεί καθαρή επιδερμίδα. Ιστορία που αντί να τη βαφτίσει ορεκτικό του επόμενου κεφαλαίου της δουλειάς του, όπως περίμενες κι εσύ κι εκείνος, το χαρακτηρίζει, λέει, «σα να ζητάς το λογαριασμό, μετά το επιδόρπιο».
Λογαριασμό που, απ’ ότι φάνηκε απ’ τις εντυπώσεις που άφησε η ταινία χθες βράδι στη δημοσιογραφική προβολή της στις Κάνες, θα κληθεί να τον πληρώσει ο θεατής, σε μια ταινία αφόρητα υπερμήκη, και πιο ακραία απ’ οτιδήποτε άλλο έχει δοκιμάσει ο Park, στα πειράματά του με τις φόρμες και τις προσδοκίες. Πειράματα που φαίνεται να ξεφεύγουν ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό, τουλάχιστον όσο αφορά σε πλοκή και σενάριο, έμπνευση για τα οποία, ο Park άντλησε απ’ την ιστορία της Thérèse Raquin του Émile Zola. Κι αν το στόρι ήταν που πάντα κρατούσε (ή τουλάχιστον, προσπαθούσε να κρατήσει) σε κάποια επαφή με το έδαφος το εκστατικό οπτικό στυλ του σκηνοθέτη, αυτή τη φορά το στυλιζάρισμά του φέρεται να εκτοξεύεται σε άλλα επίπεδα, μπουρλέσκ καταστάσεων, όσο από κάτω του ο Park παραληρεί με τραβηγμένες φαρσικές επαναλήψεις που δοκιμάζουν υπομονές.
Το Bakjwi είναι μέχρι ώρας η δεύτερη ασιατική ταινία των φετινών Κανών, μετά το χθεσινό Spring Fever του Κινέζου Lou Ye, που είχε φάει απαγόρευση εργασίας στην Κίνα όταν εμφάνισε στην Κρουαζέτ το Summer Palace κόντρα στις επιθυμίες των λογοκριτών της χώρας του κι έκανε το ίδιο πάλι φέτος. Η λογοκρισία της Κορέας, έκοψε απ’ τον Park μονάχα κάτι ανοιχτά ποδάρια απ’ τις αφίσες, αλλά η ταινία του, αν κι εξίσου απογοητευτική, έφτασε χθες στο Salle Debussy με τον τίτλο της εμπορικότερης ταινίας της χρονιάς στη χώρα του, ρεκόρ που βοήθησε κάπως να επιτευχθεί και η συμμετοχή της Universal στους χρηματοδότες απ’ το στάδιο της προπαρασκευής, επένδυση που αποτελεί πρωτιά για την Κορέα κι ενθαρρυντικό οιωνό τόσο για την εμπορική στειρότητα που έχει φάει τελευταία ο κινηματογράφος της χώρας, όσο και για τον ίδιο τον Park, βέβαια, που βλέπει την ταινία του να διανέμεται απ’ την Focus Features με εξασφαλισμένη ως ώρας ημερομηνία εξόδου και στην Αμερική, την οποία, λέει, δεν έχει δισταγμό να επισκεφθεί, αν πέσει στα χέρια του κάνα σενάριο της αρεσκείας του. Κάτι από αδερφούς Farrelly, ίσως; Δε θα 'ταν άσχημο...
Λογαριασμό που, απ’ ότι φάνηκε απ’ τις εντυπώσεις που άφησε η ταινία χθες βράδι στη δημοσιογραφική προβολή της στις Κάνες, θα κληθεί να τον πληρώσει ο θεατής, σε μια ταινία αφόρητα υπερμήκη, και πιο ακραία απ’ οτιδήποτε άλλο έχει δοκιμάσει ο Park, στα πειράματά του με τις φόρμες και τις προσδοκίες. Πειράματα που φαίνεται να ξεφεύγουν ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό, τουλάχιστον όσο αφορά σε πλοκή και σενάριο, έμπνευση για τα οποία, ο Park άντλησε απ’ την ιστορία της Thérèse Raquin του Émile Zola. Κι αν το στόρι ήταν που πάντα κρατούσε (ή τουλάχιστον, προσπαθούσε να κρατήσει) σε κάποια επαφή με το έδαφος το εκστατικό οπτικό στυλ του σκηνοθέτη, αυτή τη φορά το στυλιζάρισμά του φέρεται να εκτοξεύεται σε άλλα επίπεδα, μπουρλέσκ καταστάσεων, όσο από κάτω του ο Park παραληρεί με τραβηγμένες φαρσικές επαναλήψεις που δοκιμάζουν υπομονές.
Το Bakjwi είναι μέχρι ώρας η δεύτερη ασιατική ταινία των φετινών Κανών, μετά το χθεσινό Spring Fever του Κινέζου Lou Ye, που είχε φάει απαγόρευση εργασίας στην Κίνα όταν εμφάνισε στην Κρουαζέτ το Summer Palace κόντρα στις επιθυμίες των λογοκριτών της χώρας του κι έκανε το ίδιο πάλι φέτος. Η λογοκρισία της Κορέας, έκοψε απ’ τον Park μονάχα κάτι ανοιχτά ποδάρια απ’ τις αφίσες, αλλά η ταινία του, αν κι εξίσου απογοητευτική, έφτασε χθες στο Salle Debussy με τον τίτλο της εμπορικότερης ταινίας της χρονιάς στη χώρα του, ρεκόρ που βοήθησε κάπως να επιτευχθεί και η συμμετοχή της Universal στους χρηματοδότες απ’ το στάδιο της προπαρασκευής, επένδυση που αποτελεί πρωτιά για την Κορέα κι ενθαρρυντικό οιωνό τόσο για την εμπορική στειρότητα που έχει φάει τελευταία ο κινηματογράφος της χώρας, όσο και για τον ίδιο τον Park, βέβαια, που βλέπει την ταινία του να διανέμεται απ’ την Focus Features με εξασφαλισμένη ως ώρας ημερομηνία εξόδου και στην Αμερική, την οποία, λέει, δεν έχει δισταγμό να επισκεφθεί, αν πέσει στα χέρια του κάνα σενάριο της αρεσκείας του. Κάτι από αδερφούς Farrelly, ίσως; Δε θα 'ταν άσχημο...
Previously on Movies for the Masses: The Road (2009): Παραπλανητικό trailer
Written by
verbal
in
Trailers
The Road (2009): Παραπλανητικό trailer
Αν δεν ανήκεις στη μερίδα των αναγνωστών που έχουν κολλήσει στην πέμπτη παράγραφο του βραβευμένου με Pulitzer βιβλίου του Cormac McCarthy το 2006, τότε πιθανότατα η πρώτη σου αντίδραση απ’ το trailer της ταινίας που ετοιμάζεται από τότε κι έχει φάει και κάτι μήνες καθυστερήσεων για να γυαλιστούν τα εφέ, είναι πως δεν έχει καμία σχέση με το βιβλίο. Αλλά αυτό περνάει όταν τελειώσουν τα αποσπάσματα των πρώτων τριάντα δευτερολέπτων, απ’ τα δελτία ειδήσεων με τις σκηνές των καταστροφών που φέρνουν τον πλανήτη στην μετα-Αποκαλυπτική κατάσταση που τον βρίσκεις στις σελίδες του βιβλίου δίχως καμία εξήγηση, αιτία κι αφορμή και κανέναν άλλον οδηγό μέσα στις στάχτες που μπουχτίζουν τον αέρα του, πέρα από έναν αποφασισμένο πατέρα και τον θαρραλέο γιο του, που δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν, προσπαθώντας να φτάσουν «στην Ακτή».
Έχω περάσει περίπου έναν μήνα διαβάζοντας και προσπαθώντας να καταλάβω πώς διάολο μπορεί να καταφέρει ο John Hillcoat (που είχε δώσει κάτι οργασμούς στον cheaplog με το The Proposition (2005) του), να βγάλει ταινία από μια ιστορία όπου πρακτικά δεν γίνεται τίποτα, ή τουλάχιστον τίποτα ιδιαίτερα κινηματογραφήσιμο, αφού η δράση του βιβλίου είναι σχεδόν αποκλειστικά συναισθηματική και αλλόκοτα εθιστική χάρη στη λυρική αναπαράσταση μιας απόκοσμης υπαρξιακής αναζήτησης μέσα σε ένα τοπίο όπου ό,τι δεν είναι νεκρό οργανικά, φαίνεται να είναι τουλάχιστον πνευματικά, εκτός απ’ τους δύο ήρωες, που κι αυτοί προς τα ‘κεί οδεύουν. Η λίγη σωματική δράση που υπάρχει στο μισό που έχω διαβάσει, η πλάκα είναι πως ολόκληρη έχει περάσει στο trailer. Πράγμα που είναι ή κακό για ‘μένα που δεν είχε τίποτ’ άλλο στο δεύτερο μισό του βιβλίου, ή καλό για την ταινία που έχει πολλά να δείξει στην υπόλοιπη διάρκειά της.
Πριν τρεις-τέσσερις μέρες, πάντως, το Esquire δεν φοβήθηκε να τιτλοφορήσει το The Road ως την «πιο σημαντική ταινία της χρονιάς» που έρχεται, διαβεβαιώνοντας με ύποπτη επιμονή πως η κινηματογραφική εκδοχή αντιστέκεται άκαμπτα στις ευκολίες των συμβάσεων των μετα-Αποκαλυπτικών ταινιών, μένοντας θρησκευτικά αφοσιωμένη στο πνεύμα του βιβλίου, πράγμα που, αν σκεφτείς την επιτυχία της μεταφοράς του No Country for Old Men του McCarthy, μολονότι είχε και τις διεστραμμένες ιδιοφυΐες των αδερφών Coen από πίσω της, μπορείς να το θεωρήσεις ανακουφιστικά υποσχόμενο και για τη δουλειά του Hillcoat, ενώ το ξεμπρόστιασμα της διαδικασίας επιλογής του trailer και του ύφους του απ’ τον Bob Weinstein, όπως σε κάνει να τρίζεις τα δόντια σου με το τελικό αποτέλεσμα, άλλο τόσο σε κάνει να πιστεύεις κι ότι όντως μπορεί να μην έχει καμία σχέση με την ταινία του Αυστραλού, που δεν φαινόταν ποτέ να έχει σκοπό να αφήσει να τον κάνουν να το παίξει καινούριος Emmerich.
Έχω περάσει περίπου έναν μήνα διαβάζοντας και προσπαθώντας να καταλάβω πώς διάολο μπορεί να καταφέρει ο John Hillcoat (που είχε δώσει κάτι οργασμούς στον cheaplog με το The Proposition (2005) του), να βγάλει ταινία από μια ιστορία όπου πρακτικά δεν γίνεται τίποτα, ή τουλάχιστον τίποτα ιδιαίτερα κινηματογραφήσιμο, αφού η δράση του βιβλίου είναι σχεδόν αποκλειστικά συναισθηματική και αλλόκοτα εθιστική χάρη στη λυρική αναπαράσταση μιας απόκοσμης υπαρξιακής αναζήτησης μέσα σε ένα τοπίο όπου ό,τι δεν είναι νεκρό οργανικά, φαίνεται να είναι τουλάχιστον πνευματικά, εκτός απ’ τους δύο ήρωες, που κι αυτοί προς τα ‘κεί οδεύουν. Η λίγη σωματική δράση που υπάρχει στο μισό που έχω διαβάσει, η πλάκα είναι πως ολόκληρη έχει περάσει στο trailer. Πράγμα που είναι ή κακό για ‘μένα που δεν είχε τίποτ’ άλλο στο δεύτερο μισό του βιβλίου, ή καλό για την ταινία που έχει πολλά να δείξει στην υπόλοιπη διάρκειά της.
Πριν τρεις-τέσσερις μέρες, πάντως, το Esquire δεν φοβήθηκε να τιτλοφορήσει το The Road ως την «πιο σημαντική ταινία της χρονιάς» που έρχεται, διαβεβαιώνοντας με ύποπτη επιμονή πως η κινηματογραφική εκδοχή αντιστέκεται άκαμπτα στις ευκολίες των συμβάσεων των μετα-Αποκαλυπτικών ταινιών, μένοντας θρησκευτικά αφοσιωμένη στο πνεύμα του βιβλίου, πράγμα που, αν σκεφτείς την επιτυχία της μεταφοράς του No Country for Old Men του McCarthy, μολονότι είχε και τις διεστραμμένες ιδιοφυΐες των αδερφών Coen από πίσω της, μπορείς να το θεωρήσεις ανακουφιστικά υποσχόμενο και για τη δουλειά του Hillcoat, ενώ το ξεμπρόστιασμα της διαδικασίας επιλογής του trailer και του ύφους του απ’ τον Bob Weinstein, όπως σε κάνει να τρίζεις τα δόντια σου με το τελικό αποτέλεσμα, άλλο τόσο σε κάνει να πιστεύεις κι ότι όντως μπορεί να μην έχει καμία σχέση με την ταινία του Αυστραλού, που δεν φαινόταν ποτέ να έχει σκοπό να αφήσει να τον κάνουν να το παίξει καινούριος Emmerich.
Previously on Movies for the Masses: Brüno (2009): Trailer Französisch
Written by
cheaptalk
in
Reviews
Sunshine Cleaning (2008)
Στεγνό Καθάρισμα

Σκηνοθεσία: Christine Jeffs
Σενάριο: Megan Holley
Παίζουν: Amy Adams, Emily Blunt
Δες/Κρύψε το trailer
Δες/Κρύψε τις αίθουσες που ανοίγει
ΚΕΝΤΡΟ - ΚΟΛΩΝΑΚΙ - ΕΞΑΡΧΕΙΑ
ODEON ΟΠΕΡΑ 1
Ακαδημίας 57, Αθήνα, 2103622683..
Πεμ. - Τετ.: 18.15/ 20.20/ 22.30
ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΝΕΑΠΟΛΗ
ΓΑΛΑΞΙΑΣ 2
Μεσογείων 6 (ΜΕΤΡΟ Αμπελόκηποι), 2107773319.
Πεμ. - Τετ.: 20.50/ 22.30
ΓΛΥΦΑΔΑ - ΒΑΡΚΙΖΑ
ΓΛΥΦΑΔΑ 1
Ζέππου 14, Πλ. Ξενοφώντος, 2109650318 Τηλ. κρατ. 2106786000, 8011160000.
Πεμ. - Τετ.: 18.30/ 20.30/ 22.30
ΔΑΦΝΗ - ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ
ΑΤΛΑΝΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΑ 2
Λ.Βουλιαγμένης 245, Δάφνη (ΜΕΤΡΟ Δάφνης), 210-9711511, 2109750936..
Πεμ. - Τετ.: 18.30/ 20.30/ 22.30

Σκηνοθεσία: Christine Jeffs
Σενάριο: Megan Holley
Παίζουν: Amy Adams, Emily Blunt
Δες/Κρύψε το trailer
Πρώην τσιρλίντερ και νυν παράνομη σχέση του γυμνασιακού φουτμπολ-αστέρα, καταφέρνει να συνειδητοποιήσει μετά από καμιά δεκαριά χρόνια ότι ο αγαπημένος της έχει παντρευτεί άλλη και, για το μπασταρδάκι της και την υπόληψή της, ξεκινάει να καθαρίζει τόπους εγκλημάτων. Μαζί με την αδερφή της που είναι εντελώς στο κόσμο της, αλλά έχει φυσικά δικαιολογία.
Τυπικά για αμερικάνικο indie, με συμμετοχή στο Sundance και βιομηχανικό ξαδερφάκι της Little Miss Sunshine (2006), το Sunshine Cleaning (2008), χωρίς βέβαια να το επιδιώκει, σου τρίβει στη μούρη ότι η χώρα του είναι μακρινός υπερπροηγμένος κινηματογραφικός πλανήτης, με το να μαζεύει ένα μεγάλο μπουκέτο ταλέντο σε παραγωγή που ουσιαστικά απευθύνεται στο αντίστοιχο των Ελληνίδων γριών Βισκόντι, σε γυναίκες μεγαλύτερες σε ηλικία και κοινωνική τάξη που εκεί απλά τυχαίνει να ζουν και 30-40 χρόνια πιο μπροστά. Η ιστορία είναι φυσικά κυκλοθυμική (πράγμα για το οποίο θάφτηκε από τους μισούς Αμερικάνους κριτικούς που, υποθέτεις, δεν έχουν ακούσει ποτέ για προεμμηνορροϊκό σύνδρομο), φυσικά προσπαθεί να ζωγραφίσει μια τεράστια μεταφορά (το ξέπλυμα παλιών θανατικών, με τον τυπικά κρύψου και φώναξε μέχρι να σε ακούσει κι ο τελευταίος γυναικείο τρόπο), και φυσικά βρίσκει αστείες κάτι μαλακιούλες που πετάει χωρίς να δείχνει κανένα ενδιαφέρον να αξιοποιήσει καταστάσεις σοβαρά για γέλια (αν έχεις δει τον υπερεπαγγελματία Cleaner (2007), καταφρικάρεις με τον τρόπο που οι αδερφές καθαρίζουν αμέριμνες τα αίματα με ότι πατσαβούρα βρουν μπροστά τους). Αλλά δημιουργεί συνειδητά με αυτό τον τρόπο φυσιολογικούς ψευτοανθρώπους για φυσιολογικούς ψευτοανθρώπους, και τελικά σέβεται και όλους τους υπόλοιπους, μέσα κι έξω απ' το πανί, με πρώτους όσους συμμετέχουν στο καστ. Εκεί η Amy Adams βγάζει μια ερμηνεία για υιοθέτηση και περισσότερα ρούχα απ' ότι συνήθως, όμως τελικά προσέχεις περισσότερο τους δεύτερους Mary Lynn Rajskub (του 24) και Clifton Collins Jr., ακριβώς γιατί είναι τόσο φυσιολογικά άψογοι που σου ξεκινάνε έναν ατελείωτο συνειρμό συγκρίσεων (με αποτυχημένες ηθοποιίες). Φυσικά κύρια υπεύθυνη για όλα από τη καρέκλα του σκηνοθέτη, η Νεοζηλανδή Christine Jeffs (Sylvia (2003)) έχει και πάλι σε κάποια σημεία αυτή την αδυναμία να σε κάνει να ξεχάσεις ότι βλέπεις ηθοποιούς να υποκρίνονται, αλλά τελικά κι αυτό εσκεμμένο μπορεί να είναι, για το κοινό που εκτιμάει ιδιαίτερα τη τέχνη της υποκρισίας, ξέρεις.
Τυπικά για αμερικάνικο indie, με συμμετοχή στο Sundance και βιομηχανικό ξαδερφάκι της Little Miss Sunshine (2006), το Sunshine Cleaning (2008), χωρίς βέβαια να το επιδιώκει, σου τρίβει στη μούρη ότι η χώρα του είναι μακρινός υπερπροηγμένος κινηματογραφικός πλανήτης, με το να μαζεύει ένα μεγάλο μπουκέτο ταλέντο σε παραγωγή που ουσιαστικά απευθύνεται στο αντίστοιχο των Ελληνίδων γριών Βισκόντι, σε γυναίκες μεγαλύτερες σε ηλικία και κοινωνική τάξη που εκεί απλά τυχαίνει να ζουν και 30-40 χρόνια πιο μπροστά. Η ιστορία είναι φυσικά κυκλοθυμική (πράγμα για το οποίο θάφτηκε από τους μισούς Αμερικάνους κριτικούς που, υποθέτεις, δεν έχουν ακούσει ποτέ για προεμμηνορροϊκό σύνδρομο), φυσικά προσπαθεί να ζωγραφίσει μια τεράστια μεταφορά (το ξέπλυμα παλιών θανατικών, με τον τυπικά κρύψου και φώναξε μέχρι να σε ακούσει κι ο τελευταίος γυναικείο τρόπο), και φυσικά βρίσκει αστείες κάτι μαλακιούλες που πετάει χωρίς να δείχνει κανένα ενδιαφέρον να αξιοποιήσει καταστάσεις σοβαρά για γέλια (αν έχεις δει τον υπερεπαγγελματία Cleaner (2007), καταφρικάρεις με τον τρόπο που οι αδερφές καθαρίζουν αμέριμνες τα αίματα με ότι πατσαβούρα βρουν μπροστά τους). Αλλά δημιουργεί συνειδητά με αυτό τον τρόπο φυσιολογικούς ψευτοανθρώπους για φυσιολογικούς ψευτοανθρώπους, και τελικά σέβεται και όλους τους υπόλοιπους, μέσα κι έξω απ' το πανί, με πρώτους όσους συμμετέχουν στο καστ. Εκεί η Amy Adams βγάζει μια ερμηνεία για υιοθέτηση και περισσότερα ρούχα απ' ότι συνήθως, όμως τελικά προσέχεις περισσότερο τους δεύτερους Mary Lynn Rajskub (του 24) και Clifton Collins Jr., ακριβώς γιατί είναι τόσο φυσιολογικά άψογοι που σου ξεκινάνε έναν ατελείωτο συνειρμό συγκρίσεων (με αποτυχημένες ηθοποιίες). Φυσικά κύρια υπεύθυνη για όλα από τη καρέκλα του σκηνοθέτη, η Νεοζηλανδή Christine Jeffs (Sylvia (2003)) έχει και πάλι σε κάποια σημεία αυτή την αδυναμία να σε κάνει να ξεχάσεις ότι βλέπεις ηθοποιούς να υποκρίνονται, αλλά τελικά κι αυτό εσκεμμένο μπορεί να είναι, για το κοινό που εκτιμάει ιδιαίτερα τη τέχνη της υποκρισίας, ξέρεις.Δες/Κρύψε τις αίθουσες που ανοίγει
*Το πρόγραμμα αναδημοσιεύεται από το Αθηνόραμα και ισχύει για την πρώτη βδομάδα προβολής
ΚΕΝΤΡΟ - ΚΟΛΩΝΑΚΙ - ΕΞΑΡΧΕΙΑ
ODEON ΟΠΕΡΑ 1
Ακαδημίας 57, Αθήνα, 2103622683..
Πεμ. - Τετ.: 18.15/ 20.20/ 22.30
ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΝΕΑΠΟΛΗ
ΓΑΛΑΞΙΑΣ 2
Μεσογείων 6 (ΜΕΤΡΟ Αμπελόκηποι), 2107773319.
Πεμ. - Τετ.: 20.50/ 22.30
ΓΛΥΦΑΔΑ - ΒΑΡΚΙΖΑ
ΓΛΥΦΑΔΑ 1
Ζέππου 14, Πλ. Ξενοφώντος, 2109650318 Τηλ. κρατ. 2106786000, 8011160000.
Πεμ. - Τετ.: 18.30/ 20.30/ 22.30
ΔΑΦΝΗ - ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ
ΑΤΛΑΝΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΑ 2
Λ.Βουλιαγμένης 245, Δάφνη (ΜΕΤΡΟ Δάφνης), 210-9711511, 2109750936..
Πεμ. - Τετ.: 18.30/ 20.30/ 22.30
Written by
cheaptalk
in
Reviews
La Frontière de l'Aube (2008)
Τα Σύνορα της Αυγής / Frontier of the Dawn

Σκηνοθεσία: Philippe Garrel
Σενάριο: Marc Cholodenko, Arlette Langmann
Παίζουν: Louis Garrel, Laura Smet, Clémentine Poidatz
Δες/Κρύψε το trailer
Δες/Κρύψε τις αίθουσες που ανοίγει
ΚΕΝΤΡΟ - ΚΟΛΩΝΑΚΙ - ΕΞΑΡΧΕΙΑ
ΕΛΛΗ FILMCENTER
Ακαδημίας 64 (ΜΕΤΡΟ Πανεπιστήμιο), 210-3632789.
Πεμ. - Τετ.: 18.00/ 20.15/ 22.30

Σκηνοθεσία: Philippe Garrel
Σενάριο: Marc Cholodenko, Arlette Langmann
Παίζουν: Louis Garrel, Laura Smet, Clémentine Poidatz
Δες/Κρύψε το trailer
Μυταράς φωτογράφος πηδάει μπουλούκα αστέρα μέχρι που γυρνάει ο άντρας της απ' το Χόλιγουντ. Στη συνέχεια αυτή μετατρέπεται σε φάντασμα του '20 για αντίσταση στην αμερικανοποίηση, κι αυτός βρίσκει σχετικά πιο πρόθυμη για γυμνές σκηνές. Κι ένα πεζοδρόμιο.
Η δουλειά του Philippe Garrel φλερτάρει με το γελοίο όσο ας πούμε κάποιου που όχι μόνο περνάει το "ακόμα και οι καουμπόισες μελαγχολούν" για σοφή αρχαία παροιμία αλλά παθαίνει μια επιφώτιση να την αναπτύξει και σε ταινία. Τα Σύνορα της Αυγής (2008) του, περνάνε τα σύνορα της μαλακίας με τον ίδιο τρόπο, μαζεύοντας προφανώς αυτοβιογραφικά διάσπαρτα τέρατα που άκουσε από γυναικεία χείλη και αναθέτοντας σε άλλους να του τα κάνουν κακόκεφη διανοουμενίστικη ιστορία, για να (ξανα)μαζέψει ο ίδιος και καναδυο γκομενάκια να κάνει πάρτι με το γιο του. Το σουρεάλ που προκύπτει, ζόμπι Cocteau με τσόντες ιλαρής πολιτικο-επαναστατικής άποψης, καμιά φορά το περνάς και για αυτοπαρωδία νομίζοντας ότι η χαζομάρα έχει όρια, αλλά πάντα μπορεί να σε καταδιασκεδάσει αν αρχίσεις συνειρμούς του στιλ όταν η γυναίκα σου δε στήνει το κωλαράκι της τότε η μόνη λύση που σου απομένει είναι η αυτοκτονία.
Η δουλειά του Philippe Garrel φλερτάρει με το γελοίο όσο ας πούμε κάποιου που όχι μόνο περνάει το "ακόμα και οι καουμπόισες μελαγχολούν" για σοφή αρχαία παροιμία αλλά παθαίνει μια επιφώτιση να την αναπτύξει και σε ταινία. Τα Σύνορα της Αυγής (2008) του, περνάνε τα σύνορα της μαλακίας με τον ίδιο τρόπο, μαζεύοντας προφανώς αυτοβιογραφικά διάσπαρτα τέρατα που άκουσε από γυναικεία χείλη και αναθέτοντας σε άλλους να του τα κάνουν κακόκεφη διανοουμενίστικη ιστορία, για να (ξανα)μαζέψει ο ίδιος και καναδυο γκομενάκια να κάνει πάρτι με το γιο του. Το σουρεάλ που προκύπτει, ζόμπι Cocteau με τσόντες ιλαρής πολιτικο-επαναστατικής άποψης, καμιά φορά το περνάς και για αυτοπαρωδία νομίζοντας ότι η χαζομάρα έχει όρια, αλλά πάντα μπορεί να σε καταδιασκεδάσει αν αρχίσεις συνειρμούς του στιλ όταν η γυναίκα σου δε στήνει το κωλαράκι της τότε η μόνη λύση που σου απομένει είναι η αυτοκτονία.Δες/Κρύψε τις αίθουσες που ανοίγει
*Το πρόγραμμα αναδημοσιεύεται από το Αθηνόραμα και ισχύει για την πρώτη βδομάδα προβολής
ΚΕΝΤΡΟ - ΚΟΛΩΝΑΚΙ - ΕΞΑΡΧΕΙΑ
ΕΛΛΗ FILMCENTER
Ακαδημίας 64 (ΜΕΤΡΟ Πανεπιστήμιο), 210-3632789.
Πεμ. - Τετ.: 18.00/ 20.15/ 22.30
3/5
1/5